Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι η πρώτη Αποστολική Εκκλησία, γιατί κράτησε ότι της παραδώσανε οι Πατέρες από τα χρόνια των Αποστόλων, χωρίς να τ’ αλλάξη ολότελα. Κι η τέχνη της δεν ξέπεσε σε σαρκικά και σε κοσμικά έργα, όπως ξέπεσε στη δυτική Εκκλησία, αλλά κράτησε την αρχαία πνευματική καθαρότητα και έκανε πάντα πνευματικά στην υμνωδία και στην αγιογραφία.
Έτσι και η Γέννηση του Χριστού, στα τροπάρια και στα εικονίσματά μας δοξάζεται και παριστάνεται με την πνευματική αλήθεια που βγαίνει από το Ευαγγέλιο. Ενώ στις άλλες Εκκλησίες η εικονογραφία έχασε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της κι έγινε κοσμική ζωγραφική που δεν παριστάνει τη Γέννηση σαν μυστήριο, μα σαν μία σκηνή της ζωής, απ’ αυτές που γίνονται κάθε μέρα.
Στη Βυζαντινή αγιογραφία ζωγραφίζεται η Γέννηση του Χριστού σαν ένα πράγμα αποκαλυπτικό, χωρίς να πάψη να είναι μαζί και επίγειο. Τα υπερφυσικά ενώνουνται με τα φυσικά, η ουράνια δόξα με την ταπεινότερη φτώχεια. «Ὁ ἐπὶ γῆς συνάψας τοῖς οὐρανίοις» παριστάνεται σαν ένα μωρό φασκιωμένο, φτωχό, μέσα σ’ ένα παχνί, και το ζεσταίνουμε με την ανασαμιά τους ένα βόδι κ’ ένα γαϊδούρι, ενώ από πάνω του ψέλνουνε αγγέλοι, κ’ ένα άστρο λαμπερό ρίχνει την αχτίδα του απάνω στο πιο φτωχό πλάσμα που γεννήθηκε στον κόσμο.
Στη βυζαντινή τέχνη ο Χριστός είναι γεννημένος πάντα μέσα σ’ ένα σπήλαιο, ενώ οι ζωγράφοι της Δύσης τον ζωγραφίζουνε μέσα σ’ έναν σταύλο ή σε κάποιο γκρεμισμένο χτίριο. Αλλά κανένας από τους Ευαγγελιστές δεν γράφει πως γεννήθηκε ο Χριστός μέσα σε σπηλιά. Ο Ματθαίος λέγει πως γεννήθηκε σ’ ένα σπίτι, γράφοντας για τους μάγους που πήγανε να προσκυνήσουνε το Χριστό. «Ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ» (Ματθ. β΄ 16). Ο δε Λουκάς, που τα γράφει καταλεπτότερα, λέγει: «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ (ἐν Βηθλεέμ) ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄ 6).
Η Γέννηση του Χριστού ζωγραφίζεται από τους Βυζαντινούς ζωγράφους πάντα σε τούτον τον τύπο: Στη μέση ένα σπήλαιο από κάτω από έναν μυτερό βράχο, και μέσα στο μαύρο άνοιγμά του είναι μία φάτνη, και μέσα στη φάτνη σπαργανωμένος ο Χριστός, κι’ αποπάνω του ένα βόδι κ’ ένα γαϊδούρι. Η Παναγία είναι ξαπλωμένη πλάγι στο παχνί, έξω από τη σπηλιά, απάνω σ’ ένα στρώμα, κατάχαμα, όπως συνηθίζουνε στην Ανατολή. Στο απάνω μέρος δεξιά παριστάνουνται πολλοί Άγγελοι που κάθουνται με σέβας, με φτερά κατεβασμένα και με τα χέρια τους σε στάση παρακλητική, ενώ από το αριστερό μέρος του βουνού ένας Άγγελος μ’ ανοιχτά φτερά μιλά με κάποιους βοσκούς σαν να τους λέγη την χαροποιά την είδηση. Είναι κι’ άλλοι δυο τρεις τσομπάνηδες που βοσκάνε τα πρόβατά τους, κ’ ένα βοσκόπουλο παίζει τη φλογέρα. Στην κάτω γωνία κατά τα δεξιά φαίνεται ο Ιωσήφ καθισμένος σε μία πέτρα και συλλογισμένος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, ενώ του κουβεντιάζει ένας τσομπάνης ντυμένος με προβιές. Στην άλλη γωνία, στα αριστερά, είναι ζωγραφισμένη μία γρηά γυναίκα που βαστά στην αγκαλιά της το νεογέννητο μωρό, και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμβήθρα, ενώ μία μικρή χωριατοπούλα με το τσεμπέρι της χύνει ζεστό νερό για να πλύνουνε το παιδί. Πίσω από το βουνό φαίνουνται οι τρεις Μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ άλογα, και δείχνουνε το άστρο που στέκεται απάνω από το σπήλαιο και ρίχνει την αχτίνα του απάνω στο βρέφος.
Πολλά απ’ αυτά που ζωγραφίζουνται στη Γέννηση, δεν βρίσκουνται μέσα στο Ευαγγέλιο. Είναι παρμένα από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, κ’ είναι παράξενο πώς οι ορθοδοξότατοι Βυζαντινοί ζωγραφίζανε κάποιες σκηνές που δεν ήτανε γραμμένες στα Κανονικά βιβλία της Εκκλησίας, όχι μονάχα στη Γέννηση, αλλά και στα Εισόδια και στη ζωή της Παναγίας, στην ιστορία του Ιωακείμ και της Άννας και σε άλλες υποθέσεις. Στα απόκρυφα είναι γραμμένο πως, σαν πιάσανε οι πόνοι την Παναγία, έτρεξε ο Ιωσήφ να βρει κάποια μαμή, και βρήκε μια γρηά που τη λέγανε Σαλώμη, κι’ αυτή έπλυνε το παιδί. Καμμιά φορά είναι γραμμένο και τ’ όνομα της Σαλώμης σε κάποιες αρχαίες τοιχογραφίες. Φαίνεται πως και το σπήλαιο είναι παρμένο από τα Απόκρυφα.
Στις αρχαίες τοιχογραφίες και στις μικρογραφίες η Παναγία ζωγραφίζεται ξαπλωμένη απάνω σ’ ένα στρωσίδι, κ’ έχει ακουμπισμένο το κεφάλι στο χέρι της, με μελαγχολική έκφραση, όπως είναι στο Δαφνί, στη Μονή της Χώρας, στην Περίβλεπτο και στην Παντάνασσα του Μυστρά, στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους, στο Γεράκι κι’ αλλού. Ενώ υστερότερα ζωγραφίζουνε την Παναγία γονατισμένη μπροστά στη φάντη με σταυρωμένα τα χέρια. Στα τελευταία χρόνια, αντίκρυ στην γονατιστή Παναγία ζωγραφίζουνε τον Ιωσήφ γονατιστόν και κείνον, κι’ αυτός ο τύπος συνηθίζεται στη Δύση, ακόμα και στα έργα της Αναγέννησης. Καμμιά φορά βλέπει κανείς ζωγραφισμένα πολλά μάτια απάνω στο σπήλαιο, σαν να είναι κάποιο πλάσμα ζωντανό. Αυτό συνηθίζεται από τους ανατολίτες αγιογράφους, και για παράδειγμα φέρνω την Γέννηση στην Ομορφοκκλησιά της Αίγινας, που είναι ζωγραφισμένη από καππαδόκες αγιογράφους. Κάποτε ζωγραφίζουνε τον Ιωσήφ καθισμένον απάνω σ’ ένα σαμάρι και συλλογισμένον, σύμφωνα με όσα γράφει ο Ματθαίος, πως ήθελε να αφήσει την Παναγία κρυφά και να φύγει, σαν την είδε ετοιμόγεννη, πλην τον εμπόδισε ο Άγγελος: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄ 19).
Όσο για τους Μάγους, εκτός από τους τρεις καβαλλαρέους που τους ζωγραφίζουνε σε μικρό σχήμα πίσω από το βουνό, καμμιά φορά τους παριστάνουνε και σε ιδιαίτερη υπόθεση, που έχει την επιγραφή «Η προσκύνησις των Μάγων». Κι’ ενώ αυτή η παράσταση είναι μία από τις αρχαιότερες στη χριστιανική εικονογραφία, που πρωτοφαίνεται στις κατακόμβες και στα πιο παλαιά μωσαϊκά, μολαταύτα δεν είναι πολύ συνηθισμένη στη βυζαντινή αγιογραφία. Τη συνηθίζουνε όμως πολύ οι αγιογράφοι της δυτικής Εκκλησίας, επειδή αυτοί αγαπάνε τα πομπώδη και τα θεατρικά θέματα και την επίδειξη της αρχοντιάς, έστω και στη φτωχή ζωή του Χριστού που ήρθε να διδάξη στον κόσμο την ταπείνωση. Παίρνουνε λοιπόν για αφορμή τους τρεις Μάγους, και αραδιάζουνε στρατό ολόκληρο από ιππότες και υπηρέτες και αραπάδες αρματωμένους και χρυσοντυμένους, με άλογα καταστολισμένα, με καμήλες φορτωμένες ακριβά πράγματα, μια συνοδεία ατελείωτη που ακολουθά τους τρεις Μάγους. Κι’ αυτοί γονατίζουνε θεατρικά σαν νάναι δόγηδες είτε βασιλιάδες ντυμένοι με ρούχα ατίμητα και κρατώντας στα χέρια τους μαλαματένια κουτιά με διαμαντικά, που τα προσφέρουνε στο Χριστό που γελά φχαριστημένος, ενώ η Παναγία καμαρώνει σαν πριγκηπέσσα που την προσκυνάνε οι υποταχτικοί της. Αυτή η κούφια ματαιότητα δείχνει τον αντιπνευματικό χαρακτήρα που πήρε η χριστιανική εικονογραφία στην Καθολική Εκκλησία. Η προσκύνηση των Μάγων είναι ένα θέμα πολύ αγαπημένο προπάντων από τους Βενετσάνους ζωγράφους που αγαπούσανε τα φανταχτερά πράγματα και τις φιέστες, τόσο που τα έργα τους καταντούσανε σαν παραστάσεις του καρναβαλιού. Αλλά κι’ οι άλλοι ζωγράφοι της Αναγέννησης αγαπούσανε λίγο πολύ αυτά τα πολυάνθρωπα κι’ επιδειχτικά θέματα, κ’ έχουνε ζωγραφισμένες πολλές εικόνες με την Προσκύνηση των Μάγων, όπως είναι του Μποτιτσέλλι, του Φιλιππίνο Λίππι και στα πιο παλιά χρόνια του Τζεντίλλε ντα Φαμπριάνο και του Μπενότσο Γκότσιλλι, που έχει γεμίσει ολάκερους τοίχους από ένα πλήθος αμέτρητο καβαλλαρέους, στολισμένους με ρούχα μεταξωτά κι’ αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια, καβάλλα απάνω σε άλογα με χρυσά γκέμια και χάμουρα, με ένα καραβάνι ατελείωτο από μουλάρια κι’ από καμήλες φορτωμένες, που ανηφορίζουνε απάνω στα βουνά.
Στη δική μας αγιογραφία δεν ζωγραφίζουνται τέτοια θεατρικά και φανταχτερά πράγματα, γιατί το Ευαγγέλιο που ιστορούνε είναι ταπεινό και πνευματικό, με εσωτερική ουσία κι’ όχι με την εξωτερική αλαζονική και ανόητη επίδειξη, που ήρθε να την καταργήση ο Χριστός, και να στρέψη τον άνθρωπο στον από μέσα πνευματικό κόσμο που βρίσκεται ο πολύτιμος μαργαρίτης. Γι’ αυτό, έξω από την αγιογραφία της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει καμμιά άλλη που να έδωσε με σχήματα βαθειά και απλά και με χρώματα μυστικά την πνευματική ουσία του Ευαγγελίου. Οι άλλοι ζωγράφοι είναι ζωγράφοι που θέλουνε να διασκεδάσουνε τα μάτια, χωρίς πίστη στον απομέσα πλούτο που δίδαξε ο Χριστός, και γι’ αυτό «τυρβάζουσι περὶ πολλὰ μάταια καὶ ψευδῆ», που δεν έχουνε καμμιά σχέση με την ταπεινή και αθώα γλυκύτητα του Χριστού. Η Αναγέννηση γύρισε τον άνθρωπο στην ειδωλολατρία, στην αποθέωση της σάρκας, δηλαδή πάλι πίσω εκεί απ’ όπου θέλησε να τον βγάλη ο Χριστός και να τον κάνη αληθινά πνευματικό πλάσμα, να τον μεταθέση «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Γι’ αυτό πρέπει να φυλάξουμε την αγιασμένη παράδοσή μας σαν αληθινός θησαυρός που είναι, και στην αγιογραφία και στη μουσική. Και να πολεμάμε με την πίστη και με το ζήλο μας τους κάθε λογής νεωτεριστές που θέλουνε να νοθέψουνε τη λατρεία μας με τέτοια θεατρικά και ανίερα πράγματα που φανερώνουν μονάχα ματαιοδοξία, αλαφρομυαλιά και απιστία. Προπάντων στη Θεσσαλονίκη που στάθηκε η κιβωτός της αγιασμένης ορθοδοξίας, ύστερα από την Πόλη. Να, τούτη η συχαμερή λέπρα του νεωτερισμού απλώνει γρήγορα απάνω στο άμωμο σώμα της Εκκλησίας μας. Ας κρατήσουμε γερά όσα μας παραδώσανε οι πατέρες μας μαζί με την πίστη, που είναι κατά την Αποκάλυψη «χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῶ, καὶ οἱ θεμέλιοι αὐτῆς παντὶ λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι».
Φ. Κόντογλου, Χριστού γέννησις: Το φοβερόν μυστήριον, Αρμός, 2001