Η τέχνη είναι έκφραση της ψυχής, που απαιτεί μία επιτηδειότητα στην εκτέλεση χειρωνακτικού έργου, πάντοτε με την ηγετική παρότρυνση του λογικού. Η μετεξέλιξη της τέχνης με κάποια ιδιαιτερότητα, αναπτύσσεται σε καλαισθησία. Τότε γεννιέται η καλλιτεχνία που καλύπτει τις ευγενέστερες τάσεις του ψυχισμού των ανθρώπων και εκφράζεται με την επιμελημένη και καλαίσθητη εργασία που ασκεί ο καλλιτέχνης. Αυτός, είναι ο τεχνίτης που εργάζεται με αριστοτεχνικότητα και καλαισθησία υπηρετώντας μία από τις καλές τέχνες, μεταξύ των οποίων είναι η Ζωγραφική. Κλάδος δε της Ζωγραφικής είναι και η Αγιογραφία, η οποία αποτελεί την τέχνη της απεικόνισης θρησκευτικών θεμάτων και προσώπων για διακόσμηση και εμπλουτισμό Ναών και ιερών χώρων, με φορητές η επιτοίχιες εικόνες.
Η Αγιογραφία ως τέχνη απαιτεί συνεργασία επιτηδευμένης κίνησης του χεριού με ταυτόχρονη βιωματική έκφραση του λογικού και της ψυχής του Αγιογράφου. Τότε το έργο προσελκύει το θαυμασμό και το καμάρωμά του. Τότε εκφράζει μαζί με το αντικείμενο της εικόνας και το ψυχικό μεγαλείο του καλλιτέχνη. Τούτο δε, διότι αποδεικνύει τα υψηλά και ευάρμοστα επινεύματα του χρωστήρα και του πινέλου, που τα χειρίζονται άξια και επιτηδευμένα χέρια. Τότε εξαίρεται το μεγαλείο του αγιογραφικού έργου σε συνδυασμό με το ψυχικό αποτύπωμα του δημιουργού. Εξαίρεται και θαυμάζεται κάθε αγιογραφικό δημιούργημα, ακόμα και από τους πλέον αδαείς περί την καλλιτεχνία. Τότε εκπέμπεται και από την εικόνα, ως έργου τέχνης, μια ιδιαίτερη δύναμη και προβολή που σαγηνεύει, εμπνέει και πλημμυρίζει την ψυχή του θεατή από δέος και σεβασμό. Τότε εντυπωσιάζει και εξαίρεται το μεγαλείο του αγιογραφικού έργου και του δημιουργού το ψυχικό αποτύπωμα.
Αφορμή και ευκαιρία δίδεται σήμερα για να χαραχτούν αδρές πινελιές λόγιου χρωστήρα, ανάμικτες με θεολογική έκφραση, για να προβληθεί η υψηλή Τέχνη της Αγιογραφίας σε συνδυασμό με τις καλλιτεχνικές τάσεις, τις σχολές και τους σκοπούς που εξυπηρετεί και υπηρετεί το συνολικό Ορθόδοξο και Εκκλησιαστικό αγιογραφικό έργο. Επιγραμματικά δε θα λέγαμε ότι η Ορθόδοξη Αγιογραφία παρουσιάζει επαναστατική μορφή τέχνης και προβολή με έντονη θεολογική αποτύπωση. Σχολές υψηλής τέχνης και τεχνικής που δέσποσαν διαχρονικά στο πέρασμα των αιώνων, έδειξαν επαναστατικότητα στο πνεύμα και τη γραμμική σύνθεση προσώπων, μορφών και γεγονότων, προσθέτοντας Θεολογική σκέψη και ανθρωπολογική δυναμική.
Η Θεολογία διατυπώνεται με το πινέλο του αγιογράφου κατά ένα καθαρά πρωτότυπο τρόπο που θα τον ζήλευαν και οι πιο μεγάλοι τροφοδότες θεολογικών νοημάτων. Καταφέρνει να καλλιτεχνείται η Θεολογία με την προσευχή, με την ανθρωπολογία, με τη ζωή, με τη γραμμική, με τη λεπτομέρεια, ώστε τα δημιουργήματά της να παριστάνουν εντυπωσιακή πρωτοτυπία σε διαχρονική επαναστατική μορφή.
Γίνεται η Θεολογική Αγιογραφία δημιουργός διαχρονικών συμβολισμών κόντρα στην επιχειρούμενη εμπορευματοποίηση του Θείου και της εικόνας του. Κοιτάζει ο θεολογών Αγιογράφος κατάματα το σύμπαν. Εμπνέεται, το καταγράφει και το αποδίδει σ’ ένα σύνολο που αναζητάει να προσκυνήσει το γνήσιο, το αληθινό και το σωστό.
Αναγέννηση σ’ όλους τους τομείς της ζωής σήμερα και ιδιαιτέρως στην Τέχνη, κάνουν μόνο οι σωστοί και εμπνευσμένοι άνθρωποι. Ιδιαιτέρως όμως τη θεία Τέχνη, όπως είναι η Αγιογραφία, την κάνουν αυτοί που μπορούν κοσμοθεωριακά να ερμηνεύουν και να θεώνται το Σύμπαν με υπερκόσμιων λογισμών καταγραφές, όπως είναι η Θεολογική προσαρμογή. Εκφραστής αυτών των τάσεων στον τομέα της τέχνης είναι η Βυζαντινή Αγιογραφία, που στηρίζεται στη Θεολογία και τη θεολογική σκέψη. Αυτή η Αγιογραφία ανέδειξε δημιουργούς παραδοσιακών τάσεων, σε μοντέρνα για την κάθε εποχή τεχνοτροπία. Πέρασε πολλές μεταλλάξεις κατά καιρούς, χωρίς να χάνει την αρχική παραδοσιακή της μορφή και αίγλη. Κατέληξε να λέγεται Ρωσική, Κρητική, Μακεδονική και ο,τι άλλο. Οπωσδήποτε όμως παρέμεινε και παραμένει άθικτη και αιωνόβια, δίνοντας την ευκαιρία σε νέους Αγιογράφους να συνεχίζουν και να παράγουν καινούργιες σχολές σε πιο σύγχρονες καταγραφές. Τότε μπορούμε άνετα να μιλάμε για Θεολογία σε ανθρώπινη μορφή και ανθρωπολογία με θεία διάσταση. Τότε, το βλέμμα του Αγιογράφου στην εικόνα πλέκει ταυτόχρονα θείες και ανθρώπινες ιδέες και διαστάσεις.
Αν δεχτούμε προς στιγμήν, σαν σωστό, αυτό που γράφτηκε στην εποχή μας για παρακμή των ιδεών, λόγω της εμπορικότητας και της πεζότητας των, με την Αγιογραφία όπως παρουσιάζεται σήμερα, ανατρέπεται η ανησυχία, γιατί αποτολμά τη σύνδεση του παλαιού με κάτι νέο αναγεννούμενο μέσα στην εποχή που ανέτειλε. Είναι η Θεολογική Αγιογραφία όπως αναγεννιέται στην εποχή μας, το νέο κρασί που πλουσιοπάροχα μπαίνει στους ασκούς που δημιουργεί η καινούρια τεχνοτροπία. Έρχεται για να δροσίσει τη γεύση και να εμπνεύσει τη σκέψη στους μύστες και τους λάτρεις της τεχνικής.
Ειδικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι, για τις αγιογραφημένες Χριστιανικές εικόνες και παραστάσεις, που συναντάμε στα σύγχρονα αγιογραφεία, τους Ιερούς Ναούς και αλλαχού, οραματιζόμαστε και διδασκόμαστε πρωτόγνωρη Ορθόδοξη Θεολογία.
Μπορούμε ως εκ τούτου να απαριθμήσουμε μερικούς από τους πιο εντυπωσιακούς θεολογικούς οραματισμούς.
Συναντάμε:
1. Τη Θεολογία της Ωραιότητας.
Ο Πλάτων διετύπωσε την αρχή ότι:
- «Το ωραίο είναι η λαμπρότητα του αληθινού».
Είναι αυτό που κάνει το καλό και το ωραίο να ανεβαίνουν τις δύο πλαγιές μιας μοναδικής κορυφής για να συμβιώσει ο άνθρωπος στην κορυφή όπου και η ολοκλήρωση που εκπέμπει ωραιότητα. Η εικόνα, ως μορφή η παράσταση, είναι η κορυφή και το καινούριο που ξεχωρίζει, βλέπεται και θαυμάζεται. Είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ο Θεός για κάθε καινούργια μέρα στην εποχή της δημιουργίας.
Διακήρυσσε τότε: - «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν». (Γενέσεως α 8).
Έτσι μπορούμε να ακούσουμε και ημείς τους Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου να αποφασίζουν ότι: - «Κανείς δεν μπορεί να παραστήσει την εικόνα του Κυρίου, παρά μόνο το Πνεύμα το Άγιο». Αυτό είναι ο θείος εικονογράφος, εξ ου και η ωραιότητα.
Η θεολογία δε της ωραιότητας συμπληρώνεται με όσα δέχτηκαν και κατέγραψαν οι Βυζαντινοί και διατύπωσαν: - «Οι εικόνες είναι οι αστραπές της θείας ωραιότητας».
Χαρακτηριστικό ακόμη είναι και το γεγονός ότι η απεικόνιση και του Τιμίου Σταυρού, αποτελεί κατά τους Υμνογράφους, τη χαρακτηριστική ωραιότητα της Εκκλησίας. Ψάλλει σχετικά: -«Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας». (Εξαποστειλάριο Υψώσεως Τιμίου Σταυρού).
2. Τη Θεολογική σχέση Λόγου και Εικόνας.
Ο λόγος τείνει προς την απόδειξη, η εικόνα προς την επίδειξη. Όπως γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Η λειτουργία των κατηχουμένων, είναι ο λόγος, είναι η διδασκαλία. Τότε, στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας βρίσκεται το Ιερό Ευαγγέλιο. Η πηγή του λόγου και της διδασκαλίας.
Η λειτουργία των πιστών είναι παράσταση και εικόνα. Το κέντρο της Αγίας Τράπεζας, το παίρνει το αγιαστικό και ζωοπάροχο Δισκοπότηρο. Βλέπουμε μέσα σ’ αυτό, το Χριστό να παρίσταται ανάμεσα στην ιερή σύναξη των πιστών.
Τότε, ακούμε το λόγο του Θεού να μας μιλάει για την εικόνα του Θεού μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο. Άνοιξε τα μάτια των Μαθητών ο Κύριος για να γνωρίσουν μερικώς τα μεγαλεία και τη δόξα του Θεού μέσα στον κόσμο. Επιλέγει, συμπερασματικά: -«Μακάριοι οι βλέποντες α βλέπετε» (Λουκά ι 23). Δηλαδή: «Τρισευτυχισμένα είναι τα μάτια που βλέπουν αυτά τα μεγαλεία του Θεού που εσείς βλέπετε τώρα». Εδώ κρύβεται η θεολογία της σχέσης λόγου και εικόνας, όπως την παριστάνουν οι Ορθόδοξοι αγιογράφοι μας.
3. Τη Θεολογική σχέση εικόνας και Λειτουργίας.
Οι εικόνες δεν τοποθετούνται στους Ναούς σαν μουσειακά αντικείμενα, αλλά σαν αντικείμενα λατρείας για ενίσχυση του λειτουργικού μυστηρίου. Είναι ικανές οι εικόνες να παριστάνουν παλιές λειτουργικές μορφές κοντά στις ζωντανές λειτουργικές μορφές που είναι οι προσευχόμενοι πιστοί. Έτσι μπορούν να συνδέουν το παλαιό και αρχαίο με το νέο, το καινούριο και το σύγχρονο. Να δείχνεται, δηλαδή, η συνέχεια της λατρείας.
Δεν σταματάει όμως εδώ η λειτουργική αξία της εικόνας. Προχωράει και καλύπτει και την κατ’ οίκον Εκκλησία. Αλλά και τους χώρους διαβίωσης των πιστών. Για τούτο βλέπουμε να κοσμούνε οι εικόνες και χώρους υποδοχής κατοικιών, καταστημάτων και γραφείων. Τούτο γίνεται για να θυμίζουν τη διάρκεια και την εν παντί καιρώ, τόπω και χρόνω λειτουργική ζωή των Χριστιανών. Να θυμίζουν τη σχέση των πιστών με το θείο.
Υπάρχει και η Εκκλησία σε κάθε τόπο, όπου και συνεχίζεται η διαχρονική λατρευτική ζωή των πιστών. Απελθόντων και παρόντων. Είναι η αδιάλειπτος επικοινωνία ανθρώπου και Θεού, που εντέλλεται από το Θεό.
4. Το μυστήριο της Θεολογίας της Παρουσίας.
Είναι αυτό το μυστήριο περί του οποίου μιλάνε πολλά χειρόγραφα και η παράδοση του Αγίου Όρους. Για την περίπτωση αυτή η αγιογραφία απαιτεί προσευχητική επιμονή και με δάκρυα πολλάκις. Τότε μπορεί να διαπεράσει ο Θεός την ψυχή του εικονογράφου και να τον συμβουλέψει το φόβο του Θεού, προσφέροντας ταυτόχρονα και θεία έμπνευση. Τότε γίνεται κατανοητό ότι το ύψος και το μεγαλείο της Τέχνης και της Τεχνικής που είναι θεία, είναι δοσμένο απ’ τον ίδιο το Θεό. Είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ δύο σημαντικών παραγόντων, που παρίστανται στο ίδιο έργο.
Ο ένας παράγοντας είναι ο ίδιος ο αγιογράφος ο οποίος διαθέτει και προσφέρει γνώση, εμπειρία και ταλέντο.
Ο άλλος παράγοντας είναι ο ίδιος ο Θεός τον οποίο επικαλείται και δέχεται ο αγιογράφος με την προσευχή και την παράκληση. Επικαλούμενος δε προσέρχεται στο έργο και προσφέρεται. Με τη συνεργασία σε ένταση αυτών των παραγόντων, επιτυγχάνεται και η θαυματουργική και αγιαστική δύναμη της εικόνας, γιατί έχει την παρουσία του Θεού μέσα της.
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι να γίνεται η εικόνα θεία τέχνη, ώστε αυτό που βλέπουμε να είναι ένα μυστήριο θείας παρουσίας. Τότε το σύνολο της αγιογραφίας αποτελεί την προϋπόθεση για την εμπνευστική παραγωγικότητα και δυναμική των αγιογράφων μας.
5. Τη Θεολογία της Δόξας και του Φωτός.
Στις αγιογραφίες παρατηρούμε, όταν τις αναλύουμε με εξεζητημένη λεπτομερειακή προσοχή και παρατήρηση, τη Θεολογία της Δόξας και του Φωτός. Σ’ αυτή την περίπτωση λέγομεν ότι ο Θεός στολίζεται με μεγαλοπρέπεια (εμφανίζεται με Δόξα) και ντύνεται με ωραιότητα (γίνεται Φως). Ο άνθρωπος αισθάνεται τη δόξα του Θεού να αναβλύζει ως φως απ’ το κέντρο και την καρδιά κάθε δημιουργήματος σαν ένα άσμα επαίνου.
Ο Απόστολος Παύλος διατυπώνει καθαρά τη Χριστολογική βάση αυτής της εικόνας. Εξαγγέλλει: - «Ο Χριστός εστίν η εικών του Θεού του αοράτου» (Κολασσαείς α 15). Δηλαδή: «Η ορατή ανθρωπότητα του Χριστού είναι η εικόνα της αοράτου θεότητάς του. Είναι το ορατό του αοράτου».
Και πάλιν οριοθετεί: - «Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος». (Β Κορινθίους γ 18). Δηλαδή: «Ημείς δε όλοι με ακάλυπτο το πρόσωπο και ανεμπόδιστη την καρδιά δεχόμαστε και αντικατοπτρίζουμε και ακτινοβολούμε τη δόξα του Κυρίου. Ταυτόχρονα μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν την ίδια την εικόνα Του και του ομοιάζουμε πνευματικά. Έτσι προχωρούμε από δόξα σε δόξα, όπως είναι φυσικό να προχωρεί αυτός, που αγιάζεται και λαμπρύνεται από το Πνεύμα, από τον Κύριο».
Όταν ο Κύριος της Δόξας, ο Ιησούς Χριστός, κρατεί ανοικτό το Ευαγγέλιο, διαβάζουμε: - «Εγώ ειμί το Φως του κόσμου» (Ιωάννου η 12). Η Εκκλησία τότε, ψάλλει: - «Το Φως σου λάμπει στα πρόσωπα των αγίων σου» και «Φως ο Θεός, ου κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν λέγεται». (Γρηγορίου Παλαμά PG 150, 823).
Τότε το βάθος του χρυσού της εικόνας λέγεται Φως και η ζωγραφική λέγεται μέθοδος φωτός. Είναι διάχυτη αυτή η Θεολογία δόξας και φωτός στις εικόνες που βλέπουμε, με πνευματική έξαρση, πάντοτε.
6. Τις δύο Θεολογικές βάσεις.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική, έχει δύο βάσεις. Είναι βάσεις Θεολογικές.
α. Βιβλική βάση. Η αγιογραφία στηρίζεται καθ’ ολοκληρίαν στην Αγία Γραφή. Είναι παλαιά εντολή του Θεού, που δόθηκε στον εκλεκτό λαό Του. Παραγγέλλει ο Θεός στον Μωυσή για το πως θα κατασκευάσει την Κιβωτό της Διαθήκης, ποιά μορφή θα της δώσει και τι υλικά θα χρησιμοποιήσει. Ήταν το κατοικητήριο του λόγου Του, οι πλάκες της Διαθήκης ο θείος Νόμος και η στάμνος η χρυσή η περιέχουσα το «Μάννα». Περιγράφονται όλα στο βιβλίο της Εξόδου κεφ. κε 9-21.
Ένα δείγμα από τις πολλές λεπτομερειακές εντολές του Θεού, αναφέρουμε. «Καταχρυσώσεις αυτή χρυσίω καθαρώ, έσωθεν και έξωθεν χρυσώσεις αυτήν και ποιήσεις αυτή κυμάτια χρυσά στρεπτά κύκλω» (Εξόδου κε 10). Δηλαδή: «Θα καλύψεις την Κιβωτό με πολύ καθαρό χρυσάφι. Θα την επιχρυσώσεις από μέσα και από έξω. Και θα βάλεις ολόγυρά της ένα χρυσό στεφάνι με συστρεφόμενα κυματάκια».
Στην εικόνα της Αναστάσεως δείχνεται μία πλάκα που παριστάνει τον άδειο Τάφο και εκφράζει την πλάκα της Κιβωτού. Οι πατέρες της Ζ Οικουμενικής Συνόδου διακηρύττουν, ότι: Φως εκ φωτός ο Υιός, ο Χριστός ολόκληρος, είναι «απαύγασμα», «εικών», «χαρακτήρ της υποστάσεως» (Εβραίους α 3).
β. Δογματική βάση. Η Ζ Οικουμενική Σύνοδος διετύπωσε κανόνα που ρυθμίζει την τιμητική προσκύνηση της εικόνας. Οι δογματικοί καθορισμοί των εικόνων είναι διάσπαρτοι στη διδασκαλία των Πατέρων.
Για παράδειγμα:
Ο Πατριάρχης Γερμανός ο Α , λόγω διαφωνίας με τον Αυτοκράτορα Λέοντα τον Γ στο ζήτημα των εικόνων, παραιτούμενος, δηλώνει αποθέτοντας τον μανδύα και το ωμοφόριο του επί της Αγίας Τραπέζης εις Ναόν του Παλατίου: - «Χωρίς το κύρος Οικουμενικής Συνόδου, δεν μπορείς, Βασιλιά, να αλλάξεις την πίστη και τα της πίστεως», (συνοδικό σύστημα), (Θεοφάνης Ι 409).
Ο Πάπας Γρηγόριος ο Β (669-731), υπέρμαχος της αναστύλωσης των εικόνων, λέγει στο Λέοντα τον Ίσαυρο, επιβαλόντα βαρείαν φορολογίαν εις την Ιταλίαν λόγω της αντιδράσεώς της στην κατάργηση των εικόνων: - «Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι υπόθεσή σου… άφησε τις τρέλλες σου». Οι εικόνες δεν είναι απλές εικονογραφίσεις. Περιέχουν και δείχνουν δογματικές θείες διδασκαλίες, ολόκληρη τη Θεολογία. Η Ορθόδοξη Βυζαντινή αγιογραφία δεν νοείται χωρίς δόγμα. Όπως πολιτισμός χωρίς Χριστιανική πίστη είναι ουτοπία. Αυτά ισχύουν για όλα τα θέματα πίστεως. Όταν διαβάζουμε αγιογραφημένες εικόνες, εύκολα μεταφερόμαστε στη Βίβλο και τα δόγματα της Εκκλησίας που εκφράζουν.
7. Τη Θεολογία της οράσεως.
Το 1515 ο καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως στη Μόσχα, διακοσμήθηκε με θαυμάσιες εικόνες που έγραψαν μεγάλοι Βυζαντινοί δάσκαλοι αγιογράφοι. Με το άνοιγμα του Ναού τόση ήταν η ομορφιά και η οπτική εντύπωση ώστε άπαντες, ο Μητροπολίτης, οι Επίσκοποι και οι πιστοί, αναφώνησαν στο όραμα του καλλιτεχνικού μεγαλείου: - «Αλήθεια, οι ουρανοί ανοίγουν και τα θαυμάσια του Θεού προβάλλονται».
Είναι το ίδιο αίσθημα που έχουμε όλοι και σήμερα όταν μπαίνουμε σε αγιογραφημένο Ναό και στεκόμαστε με πίστη μπροστά στις εικόνες και ιδιαιτέρως της εικόνας της Αγίας Τριάδας δορυφορούμενης υπό αγίων Αγγέλων. Αυτό το μεγαλείο συγκλονίζει τον κάθε πιστό όταν, αντικρίζοντας δια της αγιογραφίας, τη συνολική αποτύπωση προσώπων, καταστάσεων, διδασκαλιών δόξης και φωτός, αναφωνεί: Μεγαλυνθήτω τα έργα Κυρίου.
Μετά την προσεγγιστική συνοπτική αναφορά στις αρχές και τις βάσεις της Ορθοδόξου Θεολογικής Αγιογραφίας, επιλέγω και τα παρακάτω.
Η τέχνη είναι μία σύνθεση ιδέας και ύλης. Ύλη χωρίς την ιδέα είναι ένα τίποτα. Και τίποτα δεν είναι η ιδέα χωρίς την ύλη.
Στην καλλιτεχνία, αναπτύσσεται σχέση εσωτερική μεταξύ καλλιτέχνη και δημιουργήματος. Ο κάθε Ζωγράφος δημιουργεί και μία δική του προσωπική σχολή και τεχνοτροπία. Είναι τόσο έντονη, ώστε και χωρίς την υπογραφή του να αναγνωρίζεται ο δημιουργός.
Στην Αγιογραφία όμως ο χρωστήρας παίρνει τα φτερά της θείας δημιουργίας και γεμίζει ιδιαιτέρως τις εικόνες με θεόσταλτες εξαϋλωμένες εντολές που σφραγίζουν το έργο, ώστε να φανερώνεται πιο καθαρότερη η έννοια της ιδέας που κρύβει η εικόνα και να εμφανίζει το έργο με τις αρετές και τα πιστεύω του Αγιογράφου. Τούτο γίνεται τόσο μυστικά, που λέγεται ότι και η προσευχή και ο λόγος και η έντονη πίστη του δημιουργού γίνονται εμφανή τεχνουργήματα που δηλώνουν την ιδιαιτερότητα του κάθε έργου τη στιγμή της δημιουργίας. Σπάνια γράφεται το ίδιο έργο. Σπανιότατα όμως αντιγράφεται.
Το κάθε έργο δείχνει το ιδιάζον των σπουδών του Αγιογράφου και τη μοναδικότητα των εμπνεύσεών του. Μαρτυρεί μεστότητα γνώσεων και ταλέντου, μετεωρούμενο ως σπάνιο καλλιτεχνικό γεγονός που δείχνει ταλέντο πρωτόγνωρο, εργατικότητα ακούραστη, μεγαλείο λαμπρότατο.
* Δημοσιεύθηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού «ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου