Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

H Γέννηση στην Ορθόδοξη και στη Δυτική Αγιογραφία

 



Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι η πρώτη Αποστολική Εκκλησία, γιατί κράτησε ότι της παραδώσανε οι Πατέρες από τα χρόνια των Αποστόλων, χωρίς να τ’ αλλάξη ολότελα. Κι η τέχνη της δεν ξέπεσε σε σαρκικά και σε κοσμικά έργα, όπως ξέπεσε στη δυτική Εκκλησία, αλλά κράτησε την αρχαία πνευματική καθαρότητα και έκανε πάντα πνευματικά στην υμνωδία και στην αγιογραφία.

Έτσι και η Γέννηση του Χριστού, στα τροπάρια και στα εικονίσματά μας δοξάζεται και παριστάνεται με την πνευματική αλήθεια που βγαίνει από το Ευαγγέλιο. Ενώ στις άλλες Εκκλησίες η εικονογραφία έχασε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της κι έγινε κοσμική ζωγραφική που δεν παριστάνει τη Γέννηση σαν μυστήριο, μα σαν μία σκηνή της ζωής, απ’ αυτές που γίνονται κάθε μέρα.

Στη Βυζαντινή αγιογραφία ζωγραφίζεται η Γέννηση του Χριστού σαν ένα πράγμα αποκαλυπτικό, χωρίς να πάψη να είναι μαζί και επίγειο. Τα υπερφυσικά ενώνουνται με τα φυσικά, η ουράνια δόξα με την ταπεινότερη φτώχεια. «Ὁ ἐπὶ γῆς συνάψας τοῖς οὐρανίοις» παριστάνεται σαν ένα μωρό φασκιωμένο, φτωχό, μέσα σ’ ένα παχνί, και το ζεσταίνουμε με την ανασαμιά τους ένα βόδι κ’ ένα γαϊδούρι, ενώ από πάνω του ψέλνουνε αγγέλοι, κ’ ένα άστρο λαμπερό ρίχνει την αχτίδα του απάνω στο πιο φτωχό πλάσμα που γεννήθηκε στον κόσμο.

Στη βυζαντινή τέχνη ο Χριστός είναι γεννημένος πάντα μέσα σ’ ένα σπήλαιο, ενώ οι ζωγράφοι της Δύσης τον ζωγραφίζουνε μέσα σ’ έναν σταύλο ή σε κάποιο γκρεμισμένο χτίριο. Αλλά κανένας από τους Ευαγγελιστές δεν γράφει πως γεννήθηκε ο Χριστός μέσα σε σπηλιά. Ο Ματθαίος λέγει πως γεννήθηκε σ’ ένα σπίτι, γράφοντας για τους μάγους που πήγανε να προσκυνήσουνε το Χριστό. «Ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ» (Ματθ. β΄ 16). Ο δε Λουκάς, που τα γράφει καταλεπτότερα, λέγει: «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ (ἐν Βηθλεέμ) ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄ 6).

Η Γέννηση του Χριστού ζωγραφίζεται από τους Βυζαντινούς ζωγράφους πάντα σε τούτον τον τύπο: Στη μέση ένα σπήλαιο από κάτω από έναν μυτερό βράχο, και μέσα στο μαύρο άνοιγμά του είναι μία φάτνη, και μέσα στη φάτνη σπαργανωμένος ο Χριστός, κι’ αποπάνω του ένα βόδι κ’ ένα γαϊδούρι. Η Παναγία είναι ξαπλωμένη πλάγι στο παχνί, έξω από τη σπηλιά, απάνω σ’ ένα στρώμα, κατάχαμα, όπως συνηθίζουνε στην Ανατολή. Στο απάνω μέρος δεξιά παριστάνουνται πολλοί Άγγελοι που κάθουνται με σέβας, με φτερά κατεβασμένα και με τα χέρια τους σε στάση παρακλητική, ενώ από το αριστερό μέρος του βουνού ένας Άγγελος μ’ ανοιχτά φτερά μιλά με κάποιους βοσκούς σαν να τους λέγη την χαροποιά την είδηση. Είναι κι’ άλλοι δυο τρεις τσομπάνηδες που βοσκάνε τα πρόβατά τους, κ’ ένα βοσκόπουλο παίζει τη φλογέρα. Στην κάτω γωνία κατά τα δεξιά φαίνεται ο Ιωσήφ καθισμένος σε μία πέτρα και συλλογισμένος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, ενώ του κουβεντιάζει ένας τσομπάνης ντυμένος με προβιές. Στην άλλη γωνία, στα αριστερά, είναι ζωγραφισμένη μία γρηά γυναίκα που βαστά στην αγκαλιά της το νεογέννητο μωρό, και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμβήθρα, ενώ μία μικρή χωριατοπούλα με το τσεμπέρι της χύνει ζεστό νερό για να πλύνουνε το παιδί. Πίσω από το βουνό φαίνουνται οι τρεις Μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ άλογα, και δείχνουνε το άστρο που στέκεται απάνω από το σπήλαιο και ρίχνει την αχτίνα του απάνω στο βρέφος.


Πολλά απ’ αυτά που ζωγραφίζουνται στη Γέννηση, δεν βρίσκουνται μέσα στο Ευαγγέλιο. Είναι παρμένα από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, κ’ είναι παράξενο πώς οι ορθοδοξότατοι Βυζαντινοί ζωγραφίζανε κάποιες σκηνές που δεν ήτανε γραμμένες στα Κανονικά βιβλία της Εκκλησίας, όχι μονάχα στη Γέννηση, αλλά και στα Εισόδια και στη ζωή της Παναγίας, στην ιστορία του Ιωακείμ και της Άννας και σε άλλες υποθέσεις. Στα απόκρυφα είναι γραμμένο πως, σαν πιάσανε οι πόνοι την Παναγία, έτρεξε ο Ιωσήφ να βρει κάποια μαμή, και βρήκε μια γρηά που τη λέγανε Σαλώμη, κι’ αυτή έπλυνε το παιδί. Καμμιά φορά είναι γραμμένο και τ’ όνομα της Σαλώμης σε κάποιες αρχαίες τοιχογραφίες. Φαίνεται πως και το σπήλαιο είναι παρμένο από τα Απόκρυφα.

Στις αρχαίες τοιχογραφίες και στις μικρογραφίες η Παναγία ζωγραφίζεται ξαπλωμένη απάνω σ’ ένα στρωσίδι, κ’ έχει ακουμπισμένο το κεφάλι στο χέρι της, με μελαγχολική έκφραση, όπως είναι στο Δαφνί, στη Μονή της Χώρας, στην Περίβλεπτο και στην Παντάνασσα του Μυστρά, στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους, στο Γεράκι κι’ αλλού. Ενώ υστερότερα ζωγραφίζουνε την Παναγία γονατισμένη μπροστά στη φάντη με σταυρωμένα τα χέρια. Στα τελευταία χρόνια, αντίκρυ στην γονατιστή Παναγία ζωγραφίζουνε τον Ιωσήφ γονατιστόν και κείνον, κι’ αυτός ο τύπος συνηθίζεται στη Δύση, ακόμα και στα έργα της Αναγέννησης. Καμμιά φορά βλέπει κανείς ζωγραφισμένα πολλά μάτια απάνω στο σπήλαιο, σαν να είναι κάποιο πλάσμα ζωντανό. Αυτό συνηθίζεται από τους ανατολίτες αγιογράφους, και για παράδειγμα φέρνω την Γέννηση στην Ομορφοκκλησιά της Αίγινας, που είναι ζωγραφισμένη από καππαδόκες αγιογράφους. Κάποτε ζωγραφίζουνε τον Ιωσήφ καθισμένον απάνω σ’ ένα σαμάρι και συλλογισμένον, σύμφωνα με όσα γράφει ο Ματθαίος, πως ήθελε να αφήσει την Παναγία κρυφά και να φύγει, σαν την είδε ετοιμόγεννη, πλην τον εμπόδισε ο Άγγελος: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄ 19).

Όσο για τους Μάγους, εκτός από τους τρεις καβαλλαρέους που τους ζωγραφίζουνε σε μικρό σχήμα πίσω από το βουνό, καμμιά φορά τους παριστάνουνε και σε ιδιαίτερη υπόθεση, που έχει την επιγραφή «Η προσκύνησις των Μάγων». Κι’ ενώ αυτή η παράσταση είναι μία από τις αρχαιότερες στη χριστιανική εικονογραφία, που πρωτοφαίνεται στις κατακόμβες και στα πιο παλαιά μωσαϊκά, μολαταύτα δεν είναι πολύ συνηθισμένη στη βυζαντινή αγιογραφία. Τη συνηθίζουνε όμως πολύ οι αγιογράφοι της δυτικής Εκκλησίας, επειδή αυτοί αγαπάνε τα πομπώδη και τα θεατρικά θέματα και την επίδειξη της αρχοντιάς, έστω και στη φτωχή ζωή του Χριστού που ήρθε να διδάξη στον κόσμο την ταπείνωση. Παίρνουνε λοιπόν για αφορμή τους τρεις Μάγους, και αραδιάζουνε στρατό ολόκληρο από ιππότες και υπηρέτες και αραπάδες αρματωμένους και χρυσοντυμένους, με άλογα καταστολισμένα, με καμήλες φορτωμένες ακριβά πράγματα, μια συνοδεία ατελείωτη που ακολουθά τους τρεις Μάγους. Κι’ αυτοί γονατίζουνε θεατρικά σαν νάναι δόγηδες είτε βασιλιάδες ντυμένοι με ρούχα ατίμητα και κρατώντας στα χέρια τους μαλαματένια κουτιά με διαμαντικά, που τα προσφέρουνε στο Χριστό που γελά φχαριστημένος, ενώ η Παναγία καμαρώνει σαν πριγκηπέσσα που την προσκυνάνε οι υποταχτικοί της. Αυτή η κούφια ματαιότητα δείχνει τον αντιπνευματικό χαρακτήρα που πήρε η χριστιανική εικονογραφία στην Καθολική Εκκλησία. Η προσκύνηση των Μάγων είναι ένα θέμα πολύ αγαπημένο προπάντων από τους Βενετσάνους ζωγράφους που αγαπούσανε τα φανταχτερά πράγματα και τις φιέστες, τόσο που τα έργα τους καταντούσανε σαν παραστάσεις του καρναβαλιού. Αλλά κι’ οι άλλοι ζωγράφοι της Αναγέννησης αγαπούσανε λίγο πολύ αυτά τα πολυάνθρωπα κι’ επιδειχτικά θέματα, κ’ έχουνε ζωγραφισμένες πολλές εικόνες με την Προσκύνηση των Μάγων, όπως είναι του Μποτιτσέλλι, του Φιλιππίνο Λίππι και στα πιο παλιά χρόνια του Τζεντίλλε ντα Φαμπριάνο και του Μπενότσο Γκότσιλλι, που έχει γεμίσει ολάκερους τοίχους από ένα πλήθος αμέτρητο καβαλλαρέους, στολισμένους με ρούχα μεταξωτά κι’ αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια, καβάλλα απάνω σε άλογα με χρυσά γκέμια και χάμουρα, με ένα καραβάνι ατελείωτο από μουλάρια κι’ από καμήλες φορτωμένες, που ανηφορίζουνε απάνω στα βουνά.

Στη δική μας αγιογραφία δεν ζωγραφίζουνται τέτοια θεατρικά και φανταχτερά πράγματα, γιατί το Ευαγγέλιο που ιστορούνε είναι ταπεινό και πνευματικό, με εσωτερική ουσία κι’ όχι με την εξωτερική αλαζονική και ανόητη επίδειξη, που ήρθε να την καταργήση ο Χριστός, και να στρέψη τον άνθρωπο στον από μέσα πνευματικό κόσμο που βρίσκεται ο πολύτιμος μαργαρίτης. Γι’ αυτό, έξω από την αγιογραφία της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει καμμιά άλλη που να έδωσε με σχήματα βαθειά και απλά και με χρώματα μυστικά την πνευματική ουσία του Ευαγγελίου. Οι άλλοι ζωγράφοι είναι ζωγράφοι που θέλουνε να διασκεδάσουνε τα μάτια, χωρίς πίστη στον απομέσα πλούτο που δίδαξε ο Χριστός, και γι’ αυτό «τυρβάζουσι περὶ πολλὰ μάταια καὶ ψευδῆ», που δεν έχουνε καμμιά σχέση με την ταπεινή και αθώα γλυκύτητα του Χριστού. Η Αναγέννηση γύρισε τον άνθρωπο στην ειδωλολατρία, στην αποθέωση της σάρκας, δηλαδή πάλι πίσω εκεί απ’ όπου θέλησε να τον βγάλη ο Χριστός και να τον κάνη αληθινά πνευματικό πλάσμα, να τον μεταθέση «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Γι’ αυτό πρέπει να φυλάξουμε την αγιασμένη παράδοσή μας σαν αληθινός θησαυρός που είναι, και στην αγιογραφία και στη μουσική. Και να πολεμάμε με την πίστη και με το ζήλο μας τους κάθε λογής νεωτεριστές που θέλουνε να νοθέψουνε τη λατρεία μας με τέτοια θεατρικά και ανίερα πράγματα που φανερώνουν μονάχα ματαιοδοξία, αλαφρομυαλιά και απιστία. Προπάντων στη Θεσσαλονίκη που στάθηκε η κιβωτός της αγιασμένης ορθοδοξίας, ύστερα από την Πόλη. Να, τούτη η συχαμερή λέπρα του νεωτερισμού απλώνει γρήγορα απάνω στο άμωμο σώμα της Εκκλησίας μας. Ας κρατήσουμε γερά όσα μας παραδώσανε οι πατέρες μας μαζί με την πίστη, που είναι κατά την Αποκάλυψη «χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῶ, καὶ οἱ θεμέλιοι αὐτῆς παντὶ λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι».

Φ. Κόντογλου, Χριστού γέννησις: Το φοβερόν μυστήριον, Αρμός, 2001

Η εικονογράφηση του γεγονότος της Αναστάσεως κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία Μαρία Τοτού, πρεσβυτέρα – αγιογράφος

 

Το γεγονός της Αναστάσεως του Ιησού, δεν αποτελεί μόνο μεγάλο σταθμό στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, ούτε ακόμα ένα ανεξίτηλο ορόσημο στη ζωή των Χριστιανών αλλά κυρίως είναι η βάση και το θεμέλιο της πίστεως στο πρόσωπο του Αναστάντος Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Είναι συγκλονιστική και συγχρόνως αποκαλυπτική η μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἂρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν». (Α’ Κορ. ιε’ 12-19).

 dikh moy1 (1)
«Η Ανάστασις», έργο Μαρίας Τοτού, 2016, διαστάσεις 50Χ70 εκ.

Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το ύψιστο  γεγονός της πίστεως μας και έχει άμεση σχέση με την Ανάσταση του ανθρώπου. Γίνεται το κέντρο της ορθοδόξου λατρείας μας και μυστική ελπίδα της δικής μας Αναστάσεως  …Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του Μέλλοντος αιώνος» – όπως επιβεβαιώνουμε με το Σύμβολο της Πίστεως μας.

Χαρακτηρίζεται ως «Πάσχα ἱερόν, καινόν, ἅγιον, Πάσχα μυστικόν, Πάσχα πανσεβάσμιον», αφού «ὑπέρ ἠμῶν ἐτύθη Χριστός» όπως μας διαβεβαιώνει η αποστολική φωνή.

«Πάσχα λύτρον λύπης», «τό ἡμέτερον Πάσχα» όπως γράφει ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας.

«Πάσχα» σημαίνει: διάβασις θα γράψει ο αγωνιστής της Ορθοδοξίας Ιωσήφ Βρυέννιος, «από το σκότος της άγνοιας στο φως της αλήθειας και της χάριτος,

έξοδος από τον άδη και επαναφορά στη ζωή,

ανύψωση από τη γη στον Ουρανό,

μετάβαση από το θάνατο της αμαρτίας στη ζωή της αγιότητος.

Πάσχα, ανόρθωση των θνητών ανθρώπων και Ανάσταση,

ανάκληση των εξορίστων στον Παράδεισο,

παρηγορία των ψυχών και ευφροσύνη του νου,

Πάσχα, αληθινή ζωή».

Από εικονογραφικής πλευράς η Ανάσταση του Χριστού έχει αποδοθεί ανά τους αιώνες ποικιλοτρόπως με διάφορα μέσα, τεχνικές και συνθέσεις.

Σε κανένα από τα  Ευαγγέλια δεν βρίσκουμε ακριβή περιγραφή της Αναστάσεως. Περιγράφεται ο σεισμός, ο κενός τάφος, η εμφάνιση του Αγγέλου και ο τρόμος των στρατιωτών, καθώς η Ανάσταση αποτελεί ένα γεγονός που δεν είδε  άνθρωπος. (Ματθ. 28, 1-15, Μαρκ. 16, 1-9, Λουκ. 24, 1-12, Ιωαν.20, 1-9)

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η εικόνα της Αναστάσεως έχει  δύο τύπους :

Α. Ο ένας τύπος εικονίζει την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη

 dikh moy (1)
«Η Ανάστασις», έργο Μαρίας Τοτού, 2014, διαστάσεις 2μ.Χ3μ

Β. και ο δεύτερος τύπος που εικονίζει άλλοτε τον Πέτρο και τον Ιωάννη σε κενό Μνημείο κι άλλοτε τον άγγελο που «επί τον λίθον καθήμενος εμφανίστηκε στις Μυροφόρες.

myrofores

Ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ γράφει σχετικά:

«Οι δύο αυτές συνθέσεις χρησιμοποιούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως εικόνες της Αναστάσεως. Στην παραδοσιακή ορθόδοξη αγιογραφία η πραγματική στιγμή της Ανάστασης του Χριστού ουδέποτε απεικονίστηκε. Τόσο τα Ευαγγέλια, όσο και η Παράδοση της Εκκλησίας, σιγούν για τη στιγμή αυτή και δε λένε πως ο Χριστός αναστήθηκε, πράγμα που δεν κάνουν για την Έγερση του Λαζάρου. Ούτε η εικόνα δείχνει αυτό.» Η σιγή αυτή εκφράζει καθαρά τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο γεγονότων. Η Έγερση του Λαζάρου ήταν ένα θαύμα, το οποίο μπορούσαν όλοι να κατανοήσουν, ενώ η Ανάσταση του Χριστού ήταν απρόσιτη σε οποιαδήποτε αντίληψη… Ο ανεξιχνίαστος χαρακτήρας του γεγονότος αυτού για τον ανθρώπινο νου και συνεπώς το αδύνατο της απεικόνισής του είναι ο λόγος που απουσιάζουν εικόνες αυτής ταύτης της Αναστάσεως. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη εικονογραφία υπάρχουν δύο εικόνες, που αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος αυτού και που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η μία είναι συμβολική παράσταση. Απεικονίζει τη στιγμή που προηγήθηκε της θεόσωμης Ανάστασης του Χριστού – την Κάθοδο στον Άδη, η άλλη τη στιγμή που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού, την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού».

«…προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου …», «Κύριε, ὥσπερ ἐξῆλθες, ἐσφραγισμένου τοῦ, τάφου, οὕτως εἰσῆλθες, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, πρὸς τοὺς μαθητάς Σου…» -Αναστάσιμα τροπάρια εκ των στιχηρών των Αίνων του πλ. του Α΄ ήχου της Εκκλησίας μας, που υπογραμμίζουν το ανεξιχνίαστο μυστήριο της Αναστάσεως και το παραλληλίζουν με το μυστήριο της Γεννήσεως και την εμφάνισή Του στους μαθητές Του.

Ο Ιερομόναχος Διονύσιος εκ Φουρνά, στην Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, περιγράφει το γεγονός της Αναστάσεως με τρεις απεικονίσεις και την διαχωρίζει από την απεικόνιση της «Εἰς ᾍδου κάθοδος» :

«Ἡ εἰς τόν Ἅδην κάθοδος τοῦ Κυρίου

Ὁ ᾍδης ὡς σπήλαιον σκοτεινὸν ὑποκάτωθεν βουνοῦ, καὶ ἄγγελοι λαμπροφοροῦντες δένουσι μὲ ἅλυσες τὸν Βεελζεβούλ (τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους) καὶ τοὺς δαίμονας, ἄλλους δέρνοντες, ἄλλους κηνυγοῦντες μὲ κοντάρια˙ καὶ μερικοὶ ἄνθρωποι γυμνοὶ δεμένοι μὲ ἅλυσες καὶ βλέποντες ἄνω˙ καὶ  κλειδωνίες πολλὲς κατατζακισμένες καὶ αἱ πύλαι τοῦ ᾍδου ξερριζωμέναι καὶ ὁ  Χριστὸς παντῶν ἐπ’ αὐτὰς καὶ βαστῶν μὲ τὴν δεξιὰν τὸν Ἀδαμ, μὲ τὴν ἀριστερὰν τὴν Εὔαν˙ καὶ ἐκ δεξιῶν του ὁ Πρόδρομος ἱστάμενος καὶ δεικνύων τὸν Χριστόν˙ καὶ ὁ Δαβίδ πλησίον αυτοῦ καὶ ἄλλοι δίκαιοι βασιλεῖς μὲ στέφανα καὶ κορώνας˙ ἀριστερὰ δὲ ὁ Ἰωνᾶς καὶ Ἡσαΐας  καὶ Ἱερεμίας οἱ προφῆται καὶ ὁ δίκαιος Ἄβελ καὶ ἄλλοι πολλοί, ὅλοι μὲ στέφανα, καὶ κύκλῳ του φῶς ἄπειρον καὶ  ἄγγελοι πολλοί.

chora_lg

Η ανάστασις τοῦ Χριστοῦ

Μνημεῖον ὀλίγον ἀνεῳγμένον καὶ δύο ἄγγελοι καθήμενοι εἰς τὲς ἄκρες του λευκοφόροι, καὶ ὁ Χριστός πατῶν ἐπάνω τοῦ σκεπάσματος τοῦ μνημείου, μὲ τὴν δεξιὰν εὐλογῶν, μὲ τὴν ἀριστερὰν βαστῶν φλάμπουρον μὲ χρυσὸν σταυρόν, καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ στρατιῶται, ἄλλοι φεύγοντες, ἄλλοι κείμενοι καταγῆς ὡσεὶ νεκροί, καὶ μακρόθεν αἱ Μυροφόροι βαστάζουσαι τὰ μύρα (Ματθ. κη΄, Μαρκ. ις΄, 1. Λουκ. κδ΄, 2. Ιωαν. κ΄, 1)

flampoyro

Ὁ ἄγγελος φανεὶς ταῖς Μυροφόροις εὐαγγελίζεται τὴν ἀνάστασιν

          Μνημεῖον  ἀνεῳγμένον καὶ εἰς τὸ σκέπασμά του ἄγγελος λευκοφόρος καθήμενος, μὲ τὸ ἔνα χέρι βαστῶν κοντάρι καὶ μὲ τὸ ἄλλο δείχνων τὸ σάβανον καὶ τὸ σουδάριον μέσ’ στὸν τάφον, καὶ αἱ Μυροφόροι ἔμπροσθέν του βαστάζουσαι τὰ μύρα (Ματθ. κζ΄, 5-7. Μαρκ. ις΄, 1-7. Ἰωαν. κ, 11-13)

myrofores (1)

Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἐλθόντες εἰς τὸ μνημεῖον πιστ[οῦνται τὴν ἀνάστασιν].

Μνημεῖον καὶ ἔσω αὐτοῦ ὁ Πέτρος κύπτων και ψηλαφῶν μὲ τὰ χέρια τὸ σουδάριον, καὶ ὁ Ἰωάννης ἔξωθεν ἱστάμενος βλέπει μέσα θαυμάζων, καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία πλησίον κλαίουσα (Λουκ. κδ΄, 12. Ἰωάν. κ΄, 3-7)»

petros

Τέσσερις απεικονίσεις της Αναστάσεως του Ιησού, νεοελληνικής εκδοχής που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα για να κατανοήσουμε το γεγονός ότισυνυπήρχαν πολλές διαφορετικές τεχνοτροπίες για το ίδιο θέμα την ίδια χρονική περίοδο. Οι διαφοροποιήσεις έχουν να κάνουν με το χώρο που προορίζεται να τοποθετηθεί το έργο, την τεχνοτροπία του ζωγράφου-αγιογράφου, την περιοχή αλλά και το ιστορικό πλαίσιο που δημιουργείται αυτό.

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Θεόφιλος, Η Ανάσταση του Χριστού, Εκκλησία Μακρυνίτσας περ.1907

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΑΡΘΕΝΗΣ 1917

Κωνσταντίνος Παρθένης, «Η Ανάστασις», Εθν. Πινακοθήκη, 1917

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Σπ. Βασιλείου, Εἰς ᾍδου κάθοδος, Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης, 1930

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Φώτης Κόντογλου, Η Εἰς ᾍδου κάθοδος, Παρεκ. οικογ. Ζαΐμη, Ρίο Πατρών, 1934-35

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία Της Βυζαντινής Ζωγραφικής Τέχνης υπό Α. Παπαδόπουλου Κεραμέως (Πετρούπολη 1909), Εκδόσεις Σπανός, Βιβλιοφιλία, 2014

Καλλίνικος Κωνσταντίνος, Ο Χριστιανικός Ναός και τα Τελούμενα εν Αυτώ, Εκδόσεις Γρηγορη, Αθήνα 1969

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ,  Αποστολική Διακονία , Αθήνα 2014

Κόντογλου Φώτιος, Έκφρασις, Α΄Τόμος, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, Αθήνα 2000,

Παυλάκης Σπυρίδων και Ηλιόπουλος Διονύσιος, Νέον Αναστασιματάριον Αργόν και Σύντομον, Μελοποιηθέν Υπό Πέτρου Λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου και διασκευασθέν υπό Ιωάννου Πρωτοψάλτου, Αθήνα, 2013

ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ

Επίσκοπος Καστορίας Σεραφείμ, Ποιμαντορική εγκύκλιος (υπ’ αριθμ. 230), Επί τη Αγία και Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, Καστοριά 2009

Επίσκοπος Καστορίας Σεραφείμ, Ποιμαντορική εγκύκλιος (υπ’ αριθμ. 280), Επί τη Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, Καστοριά 2012

Επίσκοπος Καστορίας Σεραφείμ, Ποιμαντορική εγκύκλιος (υπ’ αριθμ. 378), Επί τη Αγία και Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, Καστοριά 2016

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Ανδριόπουλου Θεολόγου, Τέσσερις Νεοελληνικές εκδοχές της Αναστάσεως, ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2016 από http://i-m-patron.gr/i-m-patron-old.gr/keimena/texnh/neoellhn.html

ΔΕ 11η Η Ανάσταση του Χριστού, ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2016 από http://www.slideshare.net/samakos/11-41207208?next_slideshow=1

η Ανάσταση του Χριστού, Α΄Λυκείου, ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2016 από http://www.slideshare.net/nimessalas53/11-11795743

Η ερμηνεία της εικόνας της Ανάστασης, (2 Ιουνίου 2013), ανακτήθηκε απόhttp://orthodoxianthanatos.blogspot.gr/2013/06/blog-post_4245.html στις 27 Απριλίου 2016

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ * του Νικολάου Σπ. Βούλγαρη, Θεολόγου

 




Η τέχνη είναι έκφραση της ψυχής, που απαιτεί μία επιτηδειότητα στην εκτέλεση χειρωνακτικού έργου, πάντοτε με την ηγετική παρότρυνση του λογικού. Η μετεξέλιξη της τέχνης με κάποια ιδιαιτερότητα, αναπτύσσεται σε καλαισθησία. Τότε γεννιέται η καλλιτεχνία που καλύπτει τις ευγενέστερες τάσεις του ψυχισμού των ανθρώπων και εκφράζεται με την επιμελημένη και καλαίσθητη εργασία που ασκεί ο καλλιτέχνης. Αυτός, είναι ο τεχνίτης που εργάζεται με αριστοτεχνικότητα και καλαισθησία υπηρετώντας μία από τις καλές τέχνες, μεταξύ των οποίων είναι η Ζωγραφική. Κλάδος δε της Ζωγραφικής είναι και η Αγιογραφία, η οποία αποτελεί την τέχνη της απεικόνισης θρησκευτικών θεμάτων και προσώπων για διακόσμηση και εμπλουτισμό Ναών και ιερών χώρων, με φορητές η επιτοίχιες εικόνες.

Η Αγιογραφία ως τέχνη απαιτεί συνεργασία επιτηδευμένης κίνησης του χεριού με ταυτόχρονη βιωματική έκφραση του λογικού και της ψυχής του Αγιογράφου. Τότε το έργο προσελκύει το θαυμασμό και το καμάρωμά του. Τότε εκφράζει μαζί με το αντικείμενο της εικόνας και το ψυχικό μεγαλείο του καλλιτέχνη. Τούτο δε, διότι αποδεικνύει τα υψηλά και ευάρμοστα επινεύματα του χρωστήρα και του πινέλου, που τα χειρίζονται άξια και επιτηδευμένα χέρια. Τότε εξαίρεται το μεγαλείο του αγιογραφικού έργου σε συνδυασμό με το ψυχικό αποτύπωμα του δημιουργού. Εξαίρεται και θαυμάζεται κάθε αγιογραφικό δημιούργημα, ακόμα και από τους πλέον αδαείς περί την καλλιτεχνία. Τότε εκπέμπεται και από την εικόνα, ως έργου τέχνης, μια ιδιαίτερη δύναμη και προβολή που σαγηνεύει, εμπνέει και πλημμυρίζει την ψυχή του θεατή από δέος και σεβασμό. Τότε εντυπωσιάζει και εξαίρεται το μεγαλείο του αγιογραφικού έργου και του δημιουργού το ψυχικό αποτύπωμα.

Αφορμή και ευκαιρία δίδεται σήμερα για να χαραχτούν αδρές πινελιές λόγιου χρωστήρα, ανάμικτες με θεολογική έκφραση, για να προβληθεί η υψηλή Τέχνη της Αγιογραφίας σε συνδυασμό με τις καλλιτεχνικές τάσεις, τις σχολές και τους σκοπούς που εξυπηρετεί και υπηρετεί το συνολικό Ορθόδοξο και Εκκλησιαστικό αγιογραφικό έργο. Επιγραμματικά δε θα λέγαμε ότι η Ορθόδοξη Αγιογραφία παρουσιάζει επαναστατική μορφή τέχνης και προβολή με έντονη θεολογική αποτύπωση. Σχολές υψηλής τέχνης και τεχνικής που δέσποσαν διαχρονικά στο πέρασμα των αιώνων, έδειξαν επαναστατικότητα στο πνεύμα και τη γραμμική σύνθεση προσώπων, μορφών και γεγονότων, προσθέτοντας Θεολογική σκέψη και ανθρωπολογική δυναμική.

Η Θεολογία διατυπώνεται με το πινέλο του αγιογράφου κατά ένα καθαρά πρωτότυπο τρόπο που θα τον ζήλευαν και οι πιο μεγάλοι τροφοδότες θεολογικών νοημάτων. Καταφέρνει να καλλιτεχνείται η Θεολογία με την προσευχή, με την ανθρωπολογία, με τη ζωή, με τη γραμμική, με τη λεπτομέρεια, ώστε τα δημιουργήματά της να παριστάνουν εντυπωσιακή πρωτοτυπία σε διαχρονική επαναστατική μορφή.

Γίνεται η Θεολογική Αγιογραφία δημιουργός διαχρονικών συμβολισμών κόντρα στην επιχειρούμενη εμπορευματοποίηση του Θείου και της εικόνας του. Κοιτάζει ο θεολογών Αγιογράφος κατάματα το σύμπαν. Εμπνέεται, το καταγράφει και το αποδίδει σ’ ένα σύνολο που αναζητάει να προσκυνήσει το γνήσιο, το αληθινό και το σωστό.

Αναγέννηση σ’ όλους τους τομείς της ζωής σήμερα και ιδιαιτέρως στην Τέχνη, κάνουν μόνο οι σωστοί και εμπνευσμένοι άνθρωποι. Ιδιαιτέρως όμως τη θεία Τέχνη, όπως είναι η Αγιογραφία, την κάνουν αυτοί που μπορούν κοσμοθεωριακά να ερμηνεύουν και να θεώνται το Σύμπαν με υπερκόσμιων λογισμών καταγραφές, όπως είναι η Θεολογική προσαρμογή. Εκφραστής αυτών των τάσεων στον τομέα της τέχνης είναι η Βυζαντινή Αγιογραφία, που στηρίζεται στη Θεολογία και τη θεολογική σκέψη. Αυτή η Αγιογραφία ανέδειξε δημιουργούς παραδοσιακών τάσεων, σε μοντέρνα για την κάθε εποχή τεχνοτροπία. Πέρασε πολλές μεταλλάξεις κατά καιρούς, χωρίς να χάνει την αρχική παραδοσιακή της μορφή και αίγλη. Κατέληξε να λέγεται Ρωσική, Κρητική, Μακεδονική και ο,τι άλλο. Οπωσδήποτε όμως παρέμεινε και παραμένει άθικτη και αιωνόβια, δίνοντας την ευκαιρία σε νέους Αγιογράφους να συνεχίζουν και να παράγουν καινούργιες σχολές σε πιο σύγχρονες καταγραφές. Τότε μπορούμε άνετα να μιλάμε για Θεολογία σε ανθρώπινη μορφή και ανθρωπολογία με θεία διάσταση. Τότε, το βλέμμα του Αγιογράφου στην εικόνα πλέκει ταυτόχρονα θείες και ανθρώπινες ιδέες και διαστάσεις.

Αν δεχτούμε προς στιγμήν, σαν σωστό, αυτό που γράφτηκε στην εποχή μας για παρακμή των ιδεών, λόγω της εμπορικότητας και της πεζότητας των, με την Αγιογραφία όπως παρουσιάζεται σήμερα, ανατρέπεται η ανησυχία, γιατί αποτολμά τη σύνδεση του παλαιού με κάτι νέο αναγεννούμενο μέσα στην εποχή που ανέτειλε. Είναι η Θεολογική Αγιογραφία όπως αναγεννιέται στην εποχή μας, το νέο κρασί που πλουσιοπάροχα μπαίνει στους ασκούς που δημιουργεί η καινούρια τεχνοτροπία. Έρχεται για να δροσίσει τη γεύση και να εμπνεύσει τη σκέψη στους μύστες και τους λάτρεις της τεχνικής.

Ειδικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι, για τις αγιογραφημένες Χριστιανικές εικόνες και παραστάσεις, που συναντάμε στα σύγχρονα αγιογραφεία, τους Ιερούς Ναούς και αλλαχού, οραματιζόμαστε και διδασκόμαστε πρωτόγνωρη Ορθόδοξη Θεολογία.

Μπορούμε ως εκ τούτου να απαριθμήσουμε μερικούς από τους πιο εντυπωσιακούς θεολογικούς οραματισμούς.

Συναντάμε:

1. Τη Θεολογία της Ωραιότητας.
Ο Πλάτων διετύπωσε την αρχή ότι:
- «Το ωραίο είναι η λαμπρότητα του αληθινού».
Είναι αυτό που κάνει το καλό και το ωραίο να ανεβαίνουν τις δύο πλαγιές μιας μοναδικής κορυφής για να συμβιώσει ο άνθρωπος στην κορυφή όπου και η ολοκλήρωση που εκπέμπει ωραιότητα. Η εικόνα, ως μορφή η παράσταση, είναι η κορυφή και το καινούριο που ξεχωρίζει, βλέπεται και θαυμάζεται. Είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ο Θεός για κάθε καινούργια μέρα στην εποχή της δημιουργίας.

Διακήρυσσε τότε: - «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν». (Γενέσεως α 8).

Έτσι μπορούμε να ακούσουμε και ημείς τους Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου να αποφασίζουν ότι: - «Κανείς δεν μπορεί να παραστήσει την εικόνα του Κυρίου, παρά μόνο το Πνεύμα το Άγιο». Αυτό είναι ο θείος εικονογράφος, εξ ου και η ωραιότητα.

Η θεολογία δε της ωραιότητας συμπληρώνεται με όσα δέχτηκαν και κατέγραψαν οι Βυζαντινοί και διατύπωσαν: - «Οι εικόνες είναι οι αστραπές της θείας ωραιότητας».

Χαρακτηριστικό ακόμη είναι και το γεγονός ότι η απεικόνιση και του Τιμίου Σταυρού, αποτελεί κατά τους Υμνογράφους, τη χαρακτηριστική ωραιότητα της Εκκλησίας. Ψάλλει σχετικά: -«Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας». (Εξαποστειλάριο Υψώσεως Τιμίου Σταυρού).

2. Τη Θεολογική σχέση Λόγου και Εικόνας.
Ο λόγος τείνει προς την απόδειξη, η εικόνα προς την επίδειξη. Όπως γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Η λειτουργία των κατηχουμένων, είναι ο λόγος, είναι η διδασκαλία. Τότε, στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας βρίσκεται το Ιερό Ευαγγέλιο. Η πηγή του λόγου και της διδασκαλίας.

Η λειτουργία των πιστών είναι παράσταση και εικόνα. Το κέντρο της Αγίας Τράπεζας, το παίρνει το αγιαστικό και ζωοπάροχο Δισκοπότηρο. Βλέπουμε μέσα σ’ αυτό, το Χριστό να παρίσταται ανάμεσα στην ιερή σύναξη των πιστών.

Τότε, ακούμε το λόγο του Θεού να μας μιλάει για την εικόνα του Θεού μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο. Άνοιξε τα μάτια των Μαθητών ο Κύριος για να γνωρίσουν μερικώς τα μεγαλεία και τη δόξα του Θεού μέσα στον κόσμο. Επιλέγει, συμπερασματικά: -«Μακάριοι οι βλέποντες α βλέπετε» (Λουκά ι 23). Δηλαδή: «Τρισευτυχισμένα είναι τα μάτια που βλέπουν αυτά τα μεγαλεία του Θεού που εσείς βλέπετε τώρα». Εδώ κρύβεται η θεολογία της σχέσης λόγου και εικόνας, όπως την παριστάνουν οι Ορθόδοξοι αγιογράφοι μας.

3. Τη Θεολογική σχέση εικόνας και Λειτουργίας.
Οι εικόνες δεν τοποθετούνται στους Ναούς σαν μουσειακά αντικείμενα, αλλά σαν αντικείμενα λατρείας για ενίσχυση του λειτουργικού μυστηρίου. Είναι ικανές οι εικόνες να παριστάνουν παλιές λειτουργικές μορφές κοντά στις ζωντανές λειτουργικές μορφές που είναι οι προσευχόμενοι πιστοί. Έτσι μπορούν να συνδέουν το παλαιό και αρχαίο με το νέο, το καινούριο και το σύγχρονο. Να δείχνεται, δηλαδή, η συνέχεια της λατρείας.

Δεν σταματάει όμως εδώ η λειτουργική αξία της εικόνας. Προχωράει και καλύπτει και την κατ’ οίκον Εκκλησία. Αλλά και τους χώρους διαβίωσης των πιστών. Για τούτο βλέπουμε να κοσμούνε οι εικόνες και χώρους υποδοχής κατοικιών, καταστημάτων και γραφείων. Τούτο γίνεται για να θυμίζουν τη διάρκεια και την εν παντί καιρώ, τόπω και χρόνω λειτουργική ζωή των Χριστιανών. Να θυμίζουν τη σχέση των πιστών με το θείο.

Υπάρχει και η Εκκλησία σε κάθε τόπο, όπου και συνεχίζεται η διαχρονική λατρευτική ζωή των πιστών. Απελθόντων και παρόντων. Είναι η αδιάλειπτος επικοινωνία ανθρώπου και Θεού, που εντέλλεται από το Θεό.

4. Το μυστήριο της Θεολογίας της Παρουσίας.
Είναι αυτό το μυστήριο περί του οποίου μιλάνε πολλά χειρόγραφα και η παράδοση του Αγίου Όρους. Για την περίπτωση αυτή η αγιογραφία απαιτεί προσευχητική επιμονή και με δάκρυα πολλάκις. Τότε μπορεί να διαπεράσει ο Θεός την ψυχή του εικονογράφου και να τον συμβουλέψει το φόβο του Θεού, προσφέροντας ταυτόχρονα και θεία έμπνευση. Τότε γίνεται κατανοητό ότι το ύψος και το μεγαλείο της Τέχνης και της Τεχνικής που είναι θεία, είναι δοσμένο απ’ τον ίδιο το Θεό. Είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ δύο σημαντικών παραγόντων, που παρίστανται στο ίδιο έργο.
Ο ένας παράγοντας είναι ο ίδιος ο αγιογράφος ο οποίος διαθέτει και προσφέρει γνώση, εμπειρία και ταλέντο.

Ο άλλος παράγοντας είναι ο ίδιος ο Θεός τον οποίο επικαλείται και δέχεται ο αγιογράφος με την προσευχή και την παράκληση. Επικαλούμενος δε προσέρχεται στο έργο και προσφέρεται. Με τη συνεργασία σε ένταση αυτών των παραγόντων, επιτυγχάνεται και η θαυματουργική και αγιαστική δύναμη της εικόνας, γιατί έχει την παρουσία του Θεού μέσα της.

Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι να γίνεται η εικόνα θεία τέχνη, ώστε αυτό που βλέπουμε να είναι ένα μυστήριο θείας παρουσίας. Τότε το σύνολο της αγιογραφίας αποτελεί την προϋπόθεση για την εμπνευστική παραγωγικότητα και δυναμική των αγιογράφων μας.

5. Τη Θεολογία της Δόξας και του Φωτός.
Στις αγιογραφίες παρατηρούμε, όταν τις αναλύουμε με εξεζητημένη λεπτομερειακή προσοχή και παρατήρηση, τη Θεολογία της Δόξας και του Φωτός. Σ’ αυτή την περίπτωση λέγομεν ότι ο Θεός στολίζεται με μεγαλοπρέπεια (εμφανίζεται με Δόξα) και ντύνεται με ωραιότητα (γίνεται Φως). Ο άνθρωπος αισθάνεται τη δόξα του Θεού να αναβλύζει ως φως απ’ το κέντρο και την καρδιά κάθε δημιουργήματος σαν ένα άσμα επαίνου.

Ο Απόστολος Παύλος διατυπώνει καθαρά τη Χριστολογική βάση αυτής της εικόνας. Εξαγγέλλει: - «Ο Χριστός εστίν η εικών του Θεού του αοράτου» (Κολασσαείς α 15). Δηλαδή: «Η ορατή ανθρωπότητα του Χριστού είναι η εικόνα της αοράτου θεότητάς του. Είναι το ορατό του αοράτου».

Και πάλιν οριοθετεί: - «Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος». (Β Κορινθίους γ 18). Δηλαδή: «Ημείς δε όλοι με ακάλυπτο το πρόσωπο και ανεμπόδιστη την καρδιά δεχόμαστε και αντικατοπτρίζουμε και ακτινοβολούμε τη δόξα του Κυρίου. Ταυτόχρονα μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν την ίδια την εικόνα Του και του ομοιάζουμε πνευματικά. Έτσι προχωρούμε από δόξα σε δόξα, όπως είναι φυσικό να προχωρεί αυτός, που αγιάζεται και λαμπρύνεται από το Πνεύμα, από τον Κύριο».

Όταν ο Κύριος της Δόξας, ο Ιησούς Χριστός, κρατεί ανοικτό το Ευαγγέλιο, διαβάζουμε: - «Εγώ ειμί το Φως του κόσμου» (Ιωάννου η 12). Η Εκκλησία τότε, ψάλλει: - «Το Φως σου λάμπει στα πρόσωπα των αγίων σου» και «Φως ο Θεός, ου κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν λέγεται». (Γρηγορίου Παλαμά PG 150, 823).

Τότε το βάθος του χρυσού της εικόνας λέγεται Φως και η ζωγραφική λέγεται μέθοδος φωτός. Είναι διάχυτη αυτή η Θεολογία δόξας και φωτός στις εικόνες που βλέπουμε, με πνευματική έξαρση, πάντοτε.

6. Τις δύο Θεολογικές βάσεις.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική, έχει δύο βάσεις. Είναι βάσεις Θεολογικές.

α. Βιβλική βάση. Η αγιογραφία στηρίζεται καθ’ ολοκληρίαν στην Αγία Γραφή. Είναι παλαιά εντολή του Θεού, που δόθηκε στον εκλεκτό λαό Του. Παραγγέλλει ο Θεός στον Μωυσή για το πως θα κατασκευάσει την Κιβωτό της Διαθήκης, ποιά μορφή θα της δώσει και τι υλικά θα χρησιμοποιήσει. Ήταν το κατοικητήριο του λόγου Του, οι πλάκες της Διαθήκης ο θείος Νόμος και η στάμνος η χρυσή η περιέχουσα το «Μάννα». Περιγράφονται όλα στο βιβλίο της Εξόδου κεφ. κε 9-21.

Ένα δείγμα από τις πολλές λεπτομερειακές εντολές του Θεού, αναφέρουμε. «Καταχρυσώσεις αυτή χρυσίω καθαρώ, έσωθεν και έξωθεν χρυσώσεις αυτήν και ποιήσεις αυτή κυμάτια χρυσά στρεπτά κύκλω» (Εξόδου κε 10). Δηλαδή: «Θα καλύψεις την Κιβωτό με πολύ καθαρό χρυσάφι. Θα την επιχρυσώσεις από μέσα και από έξω. Και θα βάλεις ολόγυρά της ένα χρυσό στεφάνι με συστρεφόμενα κυματάκια».

Στην εικόνα της Αναστάσεως δείχνεται μία πλάκα που παριστάνει τον άδειο Τάφο και εκφράζει την πλάκα της Κιβωτού. Οι πατέρες της Ζ Οικουμενικής Συνόδου διακηρύττουν, ότι: Φως εκ φωτός ο Υιός, ο Χριστός ολόκληρος, είναι «απαύγασμα», «εικών», «χαρακτήρ της υποστάσεως» (Εβραίους α 3).

β. Δογματική βάση. Η Ζ Οικουμενική Σύνοδος διετύπωσε κανόνα που ρυθμίζει την τιμητική προσκύνηση της εικόνας. Οι δογματικοί καθορισμοί των εικόνων είναι διάσπαρτοι στη διδασκαλία των Πατέρων.

Για παράδειγμα:

Ο Πατριάρχης Γερμανός ο Α , λόγω διαφωνίας με τον Αυτοκράτορα Λέοντα τον Γ στο ζήτημα των εικόνων, παραιτούμενος, δηλώνει αποθέτοντας τον μανδύα και το ωμοφόριο του επί της Αγίας Τραπέζης εις Ναόν του Παλατίου: - «Χωρίς το κύρος Οικουμενικής Συνόδου, δεν μπορείς, Βασιλιά, να αλλάξεις την πίστη και τα της πίστεως», (συνοδικό σύστημα), (Θεοφάνης Ι 409).

Ο Πάπας Γρηγόριος ο Β (669-731), υπέρμαχος της αναστύλωσης των εικόνων, λέγει στο Λέοντα τον Ίσαυρο, επιβαλόντα βαρείαν φορολογίαν εις την Ιταλίαν λόγω της αντιδράσεώς της στην κατάργηση των εικόνων: - «Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι υπόθεσή σου… άφησε τις τρέλλες σου». Οι εικόνες δεν είναι απλές εικονογραφίσεις. Περιέχουν και δείχνουν δογματικές θείες διδασκαλίες, ολόκληρη τη Θεολογία. Η Ορθόδοξη Βυζαντινή αγιογραφία δεν νοείται χωρίς δόγμα. Όπως πολιτισμός χωρίς Χριστιανική πίστη είναι ουτοπία. Αυτά ισχύουν για όλα τα θέματα πίστεως. Όταν διαβάζουμε αγιογραφημένες εικόνες, εύκολα μεταφερόμαστε στη Βίβλο και τα δόγματα της Εκκλησίας που εκφράζουν.

7. Τη Θεολογία της οράσεως.
Το 1515 ο καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως στη Μόσχα, διακοσμήθηκε με θαυμάσιες εικόνες που έγραψαν μεγάλοι Βυζαντινοί δάσκαλοι αγιογράφοι. Με το άνοιγμα του Ναού τόση ήταν η ομορφιά και η οπτική εντύπωση ώστε άπαντες, ο Μητροπολίτης, οι Επίσκοποι και οι πιστοί, αναφώνησαν στο όραμα του καλλιτεχνικού μεγαλείου: - «Αλήθεια, οι ουρανοί ανοίγουν και τα θαυμάσια του Θεού προβάλλονται».

Είναι το ίδιο αίσθημα που έχουμε όλοι και σήμερα όταν μπαίνουμε σε αγιογραφημένο Ναό και στεκόμαστε με πίστη μπροστά στις εικόνες και ιδιαιτέρως της εικόνας της Αγίας Τριάδας δορυφορούμενης υπό αγίων Αγγέλων. Αυτό το μεγαλείο συγκλονίζει τον κάθε πιστό όταν, αντικρίζοντας δια της αγιογραφίας, τη συνολική αποτύπωση προσώπων, καταστάσεων, διδασκαλιών δόξης και φωτός, αναφωνεί: Μεγαλυνθήτω τα έργα Κυρίου.

Μετά την προσεγγιστική συνοπτική αναφορά στις αρχές και τις βάσεις της Ορθοδόξου Θεολογικής Αγιογραφίας, επιλέγω και τα παρακάτω.

Η τέχνη είναι μία σύνθεση ιδέας και ύλης. Ύλη χωρίς την ιδέα είναι ένα τίποτα. Και τίποτα δεν είναι η ιδέα χωρίς την ύλη.

Στην καλλιτεχνία, αναπτύσσεται σχέση εσωτερική μεταξύ καλλιτέχνη και δημιουργήματος. Ο κάθε Ζωγράφος δημιουργεί και μία δική του προσωπική σχολή και τεχνοτροπία. Είναι τόσο έντονη, ώστε και χωρίς την υπογραφή του να αναγνωρίζεται ο δημιουργός.

Στην Αγιογραφία όμως ο χρωστήρας παίρνει τα φτερά της θείας δημιουργίας και γεμίζει ιδιαιτέρως τις εικόνες με θεόσταλτες εξαϋλωμένες εντολές που σφραγίζουν το έργο, ώστε να φανερώνεται πιο καθαρότερη η έννοια της ιδέας που κρύβει η εικόνα και να εμφανίζει το έργο με τις αρετές και τα πιστεύω του Αγιογράφου. Τούτο γίνεται τόσο μυστικά, που λέγεται ότι και η προσευχή και ο λόγος και η έντονη πίστη του δημιουργού γίνονται εμφανή τεχνουργήματα που δηλώνουν την ιδιαιτερότητα του κάθε έργου τη στιγμή της δημιουργίας. Σπάνια γράφεται το ίδιο έργο. Σπανιότατα όμως αντιγράφεται.

Το κάθε έργο δείχνει το ιδιάζον των σπουδών του Αγιογράφου και τη μοναδικότητα των εμπνεύσεών του. Μαρτυρεί μεστότητα γνώσεων και ταλέντου, μετεωρούμενο ως σπάνιο καλλιτεχνικό γεγονός που δείχνει ταλέντο πρωτόγνωρο, εργατικότητα ακούραστη, μεγαλείο λαμπρότατο.

* Δημοσιεύθηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού «ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ»

Ορθόδοξη Εικονογραφία και Αγιογραφία

 

Ορθόδοξη Εικονογραφία και Αγιογραφία

ochristosΗ πάντιμον τέχνη της Εικονογραφίας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι μια τέχνη ιερά και λειτουργική, όπως είναι όλαι αι εκκλησιαστικαί τέχναι, όπου έχουν σκοπόν πνευματικόν.

Ορθόδοξη Εικονογραφία και Αγιογραφία
Άι άγιαι αυται τέχναι δεν θέλουν να στολίσουν μόνον τον ναόν με ζωγραφικήν διά να είναι ευχάριστος και τερπνός είς τους εκκλησιαζομένους, ή να τέρψουν την ακοήν των με την μουσικήν, αλλά να τους ανεβάσουν είς τον μυστικόν κόσμον της πίστεως με την πνευματικήν κλίμακα, όπου έχει διά βαθμίδας, ήγουν σκαλούνια, τας ιεράς τέχνας, την υμνολογίαν, την ψαλμωδίαν, την οικοδομικήν, την αγιογραφίαν και τας λοιπάς τέχνας, όπου συνεργούν, όλες μαζί, εις το να μορφωθή μέσα εις τας ψυχάς των πιστών ο μυστικός Παράδεισος, ο ευωδιάζων με πνευματικήν ευωδίαν.Διά τούτο, τα έργα των εκκλησιαστικών τεχνών της Ανατολικής Εκκλησίας είναι υπομνήματα εις τον θείον λόγον.

Η τέχνη των Εικόνων εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν λέγεται Αγιογραφία, ως ζωγραφούσα άγια πρόσωπα και αγίας υποθέσεις.Ο δε αγιογράφος δεν είναι απλώς ένας τεχνίτης όπου κάμνει μιαν αναπαραστατικήν ζωγραφίαν επάνω εις κάποια θέματα θρησκευτικά, αλλά έχει πνευματικόν αξίωμα και πνευματικήν διακονίαν, την οποίαν επιτελεί εις την εκκλησίαν, ως ο ιερεύς και ο ιεροκήρυξ

Η λειτουργική Εικών έχει θεολογικήν έννοιαν. Δεν έιναι, ως είπαμεν, μια ζωφραφία όπου γίνεται δια να τέρπει τους οφθαλμούς μας, η ακόμα δια να μας ενθυμίζει απλώς τα άγια πρόσωπα, όπως γίνεται με τις εικόνας όπου έχομεν δια να φέρνωμεν εις την μνήμην μας τους αγαπημένους συγγενείς και φίλους μας, αλλά είναι κατά τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ώστε να μας υψώνη από τον φθαρτόν κόσμον τούτον, και να μας κάμνη να οσφρανθώμεν εκείνον τον καινόν αέρα της Βασιλείας του Θεού. Δια τούτο δεν έχει καμμίαν ομοιότητα με τας ζωγραφίας όπου παριστάνουν με υλικόν τρόπον κάποια πρόσωπα, ακόμα και Αγίους, όπως γίνεται εις την θρησκευτικήν τέχνην της Δύσεως. Εις την λειτουργικήν εικόνα τα άγια πρόσωπα εικονίζονται εν αφθαρσία.

Δι αυτήν την αιτίαν, η λειτουργική τέχνη δεν αλλάζει κάθε τόσον μαζί με τα άλλα ανθρώπινα πράγματα, αλλά είναι αμετακίνητος, όπως η Εκκλησία του Χριστού, την οποίαν εκφράζει. Η ιερά παράδοσις είναι ο πύρινος στύλος όπου την οδηγεί μέσα εις την έρημον του ασταθούς κόσμου. Τούτο ξενίζει τους ανθρώπους του αιώνος τούτου, οι οποίοι δεν είναι εις θέσην να εισδύσουν εις τον βυθόν της πνευματικής θαλλάσης, αλλά κολυμβούν εις την επιφάνειαν των αισθήσεων, παρασυρόμενοι από τα ρεύματα και τας δίνας των υδάτων. Η λειτουργική τέχνη τρέφει τον πιστόν με πνευματικά οράματα και ακούσματα, διϋλίζουσα τα εισερχόμενα δια των πυλών των αισθήσεων, φαιδρύνουσα την ψυχήν αυτού με τον ουράνιον οίνον, και δωρουμένη εις αυτόν την ειρήνην της διανοίας.

Βιβλιογραφία: Κόντογλου, Φ. (1960). Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας.

Αγιογραφία: η τέχνη που μοσχοβολάει θεό!

 



Αγιογραφία είναι η ζωγραφική απεικόνιση αγίων ή θρησκευτικών σκηνών από τα συναξάρια και τους βίους των Αγίων. Η αγιογραφία εμφανίζεται στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου, τότε που ο Αυτοκράτορας ήταν και Δεσπότης, και ολοκληρώνεται περνώντας μέσα από ακραίες θέσεις, όπως αυτές της εικονολατρίας και εικονομαχίας. Για τους Έλληνες και τους λοιπούς ορθόδοξους η αγιογραφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πίστη και την παράδοση. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι άνθρωποι διαφόρων ηλικιών ασχολούνται με αυτήν την ξεχωριστή τέχνη και λειτουργούν πολλές σχολές αγιογραφίας.


Οι συμβολισμοί της αγιογραφίας

Στην τέχνη της αγιογραφίας υπάρχουν κανόνες και κώδικες, τους οποίους ο μαθητευόμενος αγιογράφος πρέπει να ακολουθήσει, προκειμένου να φτάσει βήμα-βήμα στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η εικόνα δεν είναι μια απλή θρησκευτική ζωγραφιά, αλλά μια παράσταση γεμάτη συμβολισμούς. Έτσι, για παράδειγμα, τα μάτια ζωγραφίζονται μεγάλα, για να μας υπενθυμίζουν ότι έχουν δει τα «μεγάλα» και «υψηλά». Το κεφάλι, πολλές φορές, είναι αφύσικα διογκωμένο συμβολίζοντας την άνωθεν σοφία. Η μύτη είναι στενή και επιμήκης, γιατί δεν «οσφραίνεται» τα του κόσμου, αλλά «την οσμήν ευωδίας πνευματικής». Τα χρώματα των ενδυμάτων και των ζώων, τα σχήματα των βουνών, όλα αποκτούν έναν χαρακτήρα συμβολικό, μυστικό και ταπεινό. Για να μετατραπεί ένα κομμάτι ξύλου σε ένα λατρευτικό μέσο, όπως η εικόνα, χρειάζεται υπομονή, πειθαρχία, απλότητα, σιωπή, κατάνυξη.


Τα υλικά, που χρησιμοποιούνται στην τέχνη της αγιογραφίας

Τα απαραίτητα υλικά για την αγιογραφία είναι:


Η βάση. Η Αγιογραφία γίνεται, συνήθως, πάνω σε ξύλο, όταν πρόκειται για φορητή εικόνα. Μπορεί, όμως, να γίνει και πάνω σε άλλα υλικά, όπως πέτρα, κεραμίδι κλπ. Για την αγιογράφηση σε τοίχους ναών προτιμάται ο μουσαμάς.

Τα πινέλα. Τα νούμερα, που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι 00 (μηδέν), 8 (οκτώ), 5 (πέντε), 3 (τρία) και 2 (δύο).

Τα χρώματα, σε μορφή σκόνης, είτε προέρχονται από μέταλλα του υπεδάφους, είτε κατασκευάζονται τεχνητά στο εργαστήριο. Τα βασικά χρώματα, που θα πρέπει να έχουμε είναι: ώχρα, κίτρινο καδμίου, σιέννα ωμή και ψημένη, όμπρα ωμή και ψημένη, κινναβάρι, πράσινο τσιμέντου, λευκό τιτανίου, χονδροκόκκινο, κόκκινο καδμίου, μαύρο, μπλε ultra marine, χρυσό.

Φροντίστε να αγοράσετε καλές σκόνες, για να μη δημιουργηθούν γρομπαλάκια. Τα χρώματα, που τα έχουμε αναμείξει με το αβγό, διατηρούνται έως και 10 μέρες μέσα στο ψυγείο.

Το μιξιόν (ειδική κόλα, που χρησιμοποιείται για το κόλλημα των φύλλων του χρυσού), η γομαλάκα (χρησιμοποιείται ως στερεωτικό των χρωμάτων και του χρυσού) και τα βερνίκια.

Ξύδι και αβγό (να είναι όσο το δυνατόν πιο φρέσκο): η σκόνη (χρωστική ουσία) αναμιγνύεται με κρόκο αυγού και ίση ποσότητα ξυδιού. Αυτή είναι η λεγόμενη τεχνική της «αβγοτέμπερας».

καβαλέτο (επιδαπέδιο ή επιτραπέζιο) και κοντάρι (για το χέρι σας)

παλέτα (μπορείτε ως παλέτα να χρησιμοποιήσετε μια αβγοθήκη)

Τα απαραίτητα υλικά (χρώματα, πινέλα, ξύλα, κόλες, καβαλέτα) μπορείτε να τα προμηθευτείτε από καταστήματα με είδη Χόμπι και Ζωγραφικής, που λειτουργούν σε όλες τις πόλεις.


Οι τιμές των υλικών είναι προσιτές: τα χρώματα κυμαίνονται από 2 έως 5 ευρώ/βαζάκι (ένα βαζάκι είναι αρκετό για πολλές εικόνες) και τα πινέλα από 2 έως 7 ευρώ/έκαστο. Ένα καβαλέτο κοστίζει περίπου 50 ευρώ και το βερνίκι έως 10 ευρώ (το βερνίκι είναι προτιμότερο να το προμηθευτείτε από κατάστημα με χρώματα). Τα φύλλα χρυσού είναι ακριβά, αλλά, για αρχή, ο ψευδόχρυσος είναι πολύ πιο οικονομικός (τα 100 φύλλα στα 5,50 ευρώ).


Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσετε ξύλα MDF, που δε χρειάζονται καμία επεξεργασία. Θα τα προμηθευτείτε από ξυλουργεία στις διαστάσεις, που επιθυμείτε. Οι τιμές τους κυμαίνονται από 3 έως 5 ευρώ σε διαστάσεις 20×30 και 30×40.


Εκμάθηση αγιογραφίας

Σήμερα, λειτουργούν πολλές σχολές αγιογραφίας σε Μητροπόλεις και Δήμους, καθώς και ιδιωτικά εργαστήρια, όπου κάποιος μπορεί να παρακολουθήσει μαθήματα.


Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αγάπη για την τέχνη, η φιλομάθεια και η πίστη. Η ενασχόληση με την αγιογραφία προσφέρει μια απρόσμενη ηρεμία και είναι ένα ταξίδι σ΄έναν κόσμο σιωπηλό, κατανυκτικό και παλιό όσο και η πίστη μας. Οι στιγμές της αγιογράφησης είναι στιγμές γαλήνης, περισυλλογής, ενδοσκόπησης και προσευχής.


                      Τάνια Λαζαρίδου


Αγιογράφος



Η Εικονογραφία της Αναστάσεως στην Ορθόδοξη Αγιογραφία

 


AnastasisXristouΗ Ανάσταση του Χριστού είναι το πιο μεγάλο θαύμα, που μ’ αυτό σφράγισε ο Κύριος το έργο της σωτηρίας που ήρθε να κάνη στον κόσμο. Απάνω στην Ανάσταση στηρίζεται ακλόνητα η θρησκεία μας: «Ει δε Χριστός ουκ εγήρερται», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών». «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το κήρυγμά μας γι’ αυτόν είναι κούφιο, ψεύτικο και η δική σας πίστη είναι ψεύτικη».


Φαντάσου λοιπόν τι λογής Χριστιανοί είναι κάποιοι που λένε πώς πιστεύουνε στο Χριστό, αλλά όχι και στην Ανάστασή του!


Γι’ αυτό, πολύ σωστά η Ανάσταση του Χριστού είναι η σπουδαιότερη και η λαμπρότερη γιορτή της Ορθοδοξίας, κι’ ο λαός μας τη λέγει Λαμπρή.


Αυτή λοιπόν τη λαμπρή γιορτή που είναι για τον λαό μας «εορτών εορτή και η πανήγυρις πανηγύρεων», η Εκκλησία μας, η πρωτότοκος Αποστολική Εκκλησία, την καταστόλισε με ό,τι υψηλό πνευματικό έργο μπορέσανε και προσφέρανε στον αναστημένο Χριστό οι εξαίσιοι υμνογράφοι και οι θαυμαστοί αγιογράφοι μας.


Η ορθόδοξη αγιογραφία είναι μια από τις εκκλησιαστικές τέχνες της εκκλησίας μας. Κι’ επειδή πολλοί από μας δεν γνωρίζουνε τι είναι, καλά-καλά, αυτή η τέχνη, θα προσπαθήσω να γράψω παρακάτω, όσο πιο σύντομα μπορέσω ό,τι θα βοηθήση τον αναγνώστη για να πάρη μια ιδέα για την ορθόδοξη αγιογραφία μας.


Η αγιογραφία, καθώς κ’ οι άλλες εκκλησιαστικές τέχνες, δεν έχει σκοπό να ευχαριστήση μονάχα τα μάτια εκείνων που μπαίνουνε στην εκκλησία, όπως κάνει η άλλη, η κοσμική ζωγραφική, αλλά ν’ ανεβάση την ψυχή τους απ’ τον υλικό κόσμο στον πνευματικό. Η συγκίνηση που πρέπει να δώσουνε στον πιστό τα έργα της εκκλησιαστικής τέχνης είναι αλλοιώτικη απ’ τη συγκίνηση που νοιώθει βλέποντας ή ακούγοντας μια κοσμική εικόνα ή ένα μουσικό έργο της κοσμικής μουσικής ή ένα ποίημα. Αυτή η ιδιαίτερη συγκίνηση λέγεται «κατάνυξη».


Για τούτο και τα έργα της εκκλησιαστικής εικονογραφίας που σταλάζουνε στη ψυχή αυτή την κατάνυξη, είναι ζωγραφισμένα κατά διαφορετικόν τρόπο από τους πίνακες της κοσμικής ζωγραφικής. Πρώτα-πρώτα δεν είναι ζωγραφισμένα με φυσικό τρόπο, ένα πράγμα που το ζητάνε οι πολλοί άνθρωποι και που το νομίζουνε σπουδαίο. Αυτή η αφυσικότητα δεν έχει για αιτία το ότι οι αγιογράφοι δεν γνωρίζουνε με φυσικόν τρόπο, αλλά γιατί με τη φυσική ζωγραφική δεν μπορεί να εκφρασθή το μυστικό βάθος της ορθοδοξίας, δηλαδή της θρησκείας του Χριστού.


Οι εικόνες που ζωγραφίζανε οι αγιογράφοι της Ανατολής, οι λεγόμενες βυζαντινές, εκφράζουν ένα άλλο κόσμο, κι’ αυτό γίνεται με τη λεγόμενη «αναγωγή». Αναγωγή είναι το ανέβασμα του κάθε τι που παριστάνεται σε μιαν εικόνα, από τον αισθητό κόσμο, που τον νοιώθουμε με τις αισθήσεις, στον πνευματικό κόσμο, που τον νοιώθουμε με την πνευματική αίσθηση.


Η τέχνη που ζωγραφίζει με στοιχεία του αισθητού κόσμου, δηλαδή του υλικού, και που προσπαθεί να μιμηθή τη φύση, λέγεται αναπαραστατική, ενώ η τέχνη της αγιογραφίας λέγεται λειτουργική. Η αναπαρασταστική τέχνη λέγεται έτσι επειδή αναπαριστάνει τα πράγματα του φυσικού κόσμου, όπως γίνεται σήμερα με τον κινηματογράφο.


Μ’ αυτόν τον αναπαραστατικό τρόπο είναι ζωγραφισμένα τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης, που έχουνε μεν θέμα θρησκευτική, αλλά είναι ζωγραφισμένα με τον τρόπο της κοσμικής ζωγραφικής. Ενώ με τα έργα της αγιογραφίας είναι ζωγραφισμένα με άλλη τεχνοτροπία, πού δεν είναι φυσική, και γι’ αυτό φαίνονται παράξενα και άτεχνα σε όσους ζητούνε να βρούνε φυσικότητα σε κάθε είδος ζωγραφική.


Στις βυζαντινές εικόνες, δηλαδή στις εικόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα άγια πρόσωπα παριστάνονται «εν αφθαρσία», ενώ με τη φυσικότητα μπορούνε να παρασταθούνε μοναχά φθαρτά πράγματα, όπως είναι αυτά που βλέπουμε. Με την ευσέβεια και με την πίστη, ο άνθρωπος μπόρεσε να ζωγραφίση ξεκινώντας από τα υλικά, κάποια πνευματικά οράματα, που έρχονται από τον κόσμο του μυστηρίου της θρησκείας.


Αυτή, με συντομία, είναι η διαφορά ανάμεσα στην κοσμική ζωγραφική και στην αγιογραφία. Αγιογραφία υπάρχει μονάχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί, όπως είπαμε, στην Καθολική Εκκλησία υπάρχει η θρησκευτική ζωγραφική, δηλαδή η κοσμική ζωγραφική, η αναπαραστατική, που παίρνει από την θρησκεία μοναχά το θέμα που θέλει να ζωγραφίση.


Οι αγιογραφικές εικόνες που παριστάνουνε την Ανάσταση του Χριστού, είναι ζωγραφισμένες με την λειτουργική τεχνοτροπία, που τη λένε Βυζαντινή. Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι δεν ζωγραφίζουνε τον Χριστό να βγαίνει από το μνήμα, όπως κάνουνε οι Δυτικοί ζωγράφοι, αλλά το Χριστό που κατέβηκε στον Άδη, νικητής του θανάτου, και γλύτωσε από τη φθορά το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό έχει και την επιγραφή «Η εις Άδου Κάθοδος».


Στη μέση ζωγραφίζεται ο Χριστός με μιαν ορμητική κίνηση, πατώντας απάνω στις πύλες του Άδου, που είναι σπασμένες από τη θεϊκή δύναμή του, και πού καταπλακώνουνε τον Άδη, δηλαδή τον θάνατο, που κείτεται αλυσοδεμένος μπρούμυτος, μέσα σ’ ένα σκοτεινό σπήλαιο. Ο Κύριος με το δεξί χέρι του τραβά τον Αδάμ από τον τάφο, και με τα’ αριστερό την Εύα, κι’ αυτό συμβολίζει τη νεκρανάσταση, όλου του ανθρωπίνου γένους. Δεξιά κι’ αριστερά στέκουνται «οι απ’ αιώνος νεκροί» σε στάση προσευχής, οι προφήτες Δαυίδ, Σολομών, Ησαΐας, Ηλίας κ.λπ., οι δίκαιοι Άβελ, Ενώχ, κ.λπ., καθώς και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, που αφού προφήτεψε τον ερχομό του Χριστού απάνω στη γη, μετά την αποκεφάλισή του, κατέβηκε στον Άδη και προείπε και στους «απ’ αιώνος εκεί καθεύδοντας», πώς θα κατέβη ο Χριστός, νικητής του θανάτου, για να τους ελευθερώση από την καταδίκη της φθοράς.


Τούτη δηλαδή η εικόνα παριστάνει όσα λέγει το πασίγνωστο τροπάρι του Πάσχα που το ψέλνουνε μικροί και μεγάλοι: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».


Ωστόσο, στις εκκλησιές μας δεν βλέπει πια κανείς αυτή την εικόνα της Αναστάσεως, αλλά τις ιταλικές χαλκομανίες που παριστάνουνε τον Χριστό ροδοκόκκινον και ξανθό (ευρωπαϊσμένον) να βγαίνη από τον τάφο, κρατώντας μια σημαία. Αλλοίμονο! Παίρνουμε τα ιταλικά αυτά βαρβαρουργήματα, γιατί ξεπέσαμε από την πνευματικότητα που μας είχε ανεβάσει η Ορθοδοξία, και δεν είμαστε πια σε θέση να νοιώσουμε τα μεγάλα και βαθειά σύμβολα της γεραράς εικονογραφίας μας, ούτε κ’ οι περισσότεροι κληρικοί μας.


Για να φανή η ενότητα που υπάρχει στη λατρεία της Εκκλησίας μας, και η συμφωνία ανάμεσα στις εκκλησιαστικές τέχνες, βάζω παρακάτω λίγα πασχαλινά τροπάρια από την υμνωδία μας, ανθολογημένα από τον θαυμαστό και μοσκοβολημένο παράδεισο που κληρονομήσαμε, χωρίς να τον χαιρώμαστε: «Άνω Σε εν θρόνω και κάτω εν τάφω τα υπερκόσμια και υποχθόνια κατανοούντα, Σωτήρ μου, εδονείτο τη νεκρώσει Σου. Υπέρ νουν ωράθης γαρ, νεκρός ζωαρχικώτατος». Μετάφραση: «Σαν σε καταλάβανε, ω Σωτήρα μου, τα υποχθόνια (ο Άδης, ο κάτω κόσμος), εσένα που κάθεσαι στο θρόνο της δόξας, ψηλά στον ουρανό, να κατεβαίνης κάτω, στον τάφο, τρανταχτήκανε, βλέποντάς Σε νεκρό. Γιατί φανερώθηκες, κατά ένα τρόπο ακατανόητον, νεκρός. Εσύ που είσαι η πηγή της ζωής». «Ο Άδης, Λόγε, συναντήσας Σοι επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν, τω φρικτώ της μορφής δε διαπεφώνηκε». Μετάφραση: «Ο Άδης, Λόγε, σαν σε συναπάντησε (τότε που κατέβηκες στα καταχθόνια), φαρμακώθηκε, βλέποντας έναν θνητόν άνθρωπο να είναι Θεός, και να είναι καταπληγωμένος (γεμάτος από λαβωματιές, στα χέρια, στα πόδια και στο πλευρό) και μαζί παντοδύναμος, κι από την τρομερή όψη Σου καταταράχθηκε».


«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. Εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται». Μετάφραση: «Τώρα γεμίσανε όλα από φως, ο ουρανός κ’ η γη και τα καταχθόνια. Ας γιορτάζη, λοιπόν, όλη η κτίση την Ανάσταση του Χριστού, που μ’ αυτή στερεώθηκε».


«Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήπους Ιωνάς, εξανέστης του τάφου». Μετάφραση: «Κατέβηκες Χριστέ, στα κατάβαθα της γης και σύντριψες τις αιώνιες αμπάρες που είχανε φυλακωμένους τους νεκρούς, κ’ ύστερα τριήμερος, όπως βγήκε ο Ιωνάς από το θεριόψαρο, έτσι κ’ Εσύ, αναστήθηκες από τον τάφο».


 


ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός (σελ. 131-140)

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ Ή ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ:

 


Η Βυζαντινή τέχνη  είναι μορφή τέχνης συνώνυμη με την θεολογία και έχει -πέρα της καλλιτεχνικης της αξίας- και πνευματική διάσταση. Στόχος της είναι η σύνδεση του Ορθόδοξου πιστού με το Θείο. Δημιουργεί μια αίσθηση συντροφικότητας και στοργής από τους Αγίους που περιβάλλουν τον πιστό κατα την διάρκεια των μυστηρίων της Εκκλησίας. Ο χαρακτήρας της αγιογραφίας είναι σεμνός και κατανυκτικός, με στόχο το πνευματικό και όχι το σωματικό κάλλος. Οι μορφές εικονίζονται ''άφθαρτες'' και ελαφρώς αλλιωμένες ως προς τα ρεαλιστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ενώ δίνεται έντονη έμφαση στα πνευματικά. Όλοι οι Άγιοι εμφανίζονται ισοϋψείς με ρωμαλαίο ανάστημα και με συγκεκριμένα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση και το βίο τους. Συνήθως εικονίζονται με χαρακτηριστικά ενδύματα και χρώματα, κομμώσεις ,στάσεις σώματος και κρατώντας συγκεκριμένα αντικείμενα. Οι παραστάσεις έχουν καθορισμένες δομές και στοιχεία που καθορίζονται απο την παράδοση της Εκκλησίας, περιέχοντας τα απαραίτητα, από Θεολογικής άποψης, αποφεύγοντας οτιδήποτε είναι περιττό και ανούσιο.


                                                                                                                                                        


Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ:

Μέσα στους αιώνες η χριστιανική ζωγραφική έχει επηρεαστεί, εξελιχθεί και ακμάσει, η τεχνοτροπία της χωρίς όμως να αλλοιωθεί η πνευματική της διάσταση.



Πρωτοβυζαντινη περίοδος (1ος- 3ος αιώνας μ.Χ):

Κατα τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η απεικόνιση ήταν καθαρά συμβολική και ''λακωνική''. Ζωγραφιζόταν κατά κύριο λόγο σε κατακόμβες και τάφους ή άλλα μυστικά σημεία, καθώς θεωρούνταν παράνομη και οι πιστοί βρίσκονταν υπό καθεστός διωγμού σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.


Παλαιοχριστιανική Περίοδος (4ος- 7ος μ.Χ):

Ο Χριστιανισμός έχει επικρατήσει και η ζωγραφική των Αγίων δεν ειναι πλέον παράνομη. Ο Μ. Κωνσταντινος τοποθετεί την πρωτεύουσα στην Κων/πολη, που θα ακμάσει όσο καμια άλλη πρωτεύουσα στην Παγκόσμια Ιστορία και θα μετατρέψει τη Ρωμαική σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία.



Περίοδος εικονομαχίας (762-843 μ.Χ):

Την περίοδο αυτή εκτυλίσσεται ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Εικονομάχων και των Εικονολατρών, με τους τελευταίους να έχουν υποστεί καινούριους διωγμούς, με πολλά θύματα και την καταστροφή πολλών έργων τέχνης. Ένα απο τα θύματα της περιόδου αυτής είναι και ο Άγιος Λάζαρος ο αγιογράφος (''ο Ομολογητής'') που βασανίστηκε για την πίστη και την τέχνη του.


Μεσοβυζαντινή Περίοδος (843-1204 μ.Χ):

Ξεκινάει η άνθιση του Μοναχισμού και της βυζαντινής τέχνης μετά τα σκληρά χρόνια της Εικονομαχίας. Προς το τέλος της δημιουργείται το Σχίσμα (1054 μ.Χ) μεταξύ του Δυτικού και του Ανατολικού Χριστιανισμού και πλέον η αγιογραφία μετατρέπεται σε Ορθόδοξη ζωγραφική.



Παλαιολόγια Περίοδος ή Υστεροβυζαντινή (12ος- 1453 μ.Χ):

Μετά την ανακατάληψη της Κων/πολης από τους Φράγκους αρχίζει η ανάκαμψη της Φιλοσοφίας και και της Τέχνης. Το τέλος της περιόδου αυτής φτάνει με την Άλωση της Πόλης και την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.


Μεταβυζαντινή Περίοδος (1453- 1821μ.Χ):

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενώ ο τούρκικος ζυγός έχει καταπονήσει τον Ελληνισμό, ο μοναχισμός και η τέχνη της αγιογραφίας παραμένουν σε ακμάζουσα κατάσταση. Την περίοδο αυτή έχουμε την μέγιστη κορύφωση της εκκλησιαστικής ζωγραφικης. Δύο από τους μεγαλύτερους αγιογράφους ζουν και καλλιτεχνούν δημιουργώντας τη Μακεδονική και την Κρητική Σχολή. Οι ζωγράφοι αυτοί δεν είναι άλλοι από τους ξακουστούς Μαννουήλ Πανσέληνο (14ος) και τον Θεοφάνη τον Κρητικό (16ος).

Είναι άδικο βέβαια να λησμονήσουμε και τους υπόλοιπους κορυφαίους αγιογράφους που δράσαν καθόλη την ιστορία της βυζαντινής τέχνης γι'αυτό και θα αναφερθούν συνοπτικά παρακάτω.



                                                                                                                                


    ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΙ

Ευαγγελιστής Λούκας

Μανουήλ Πανσέληνος

Θεοφάνης (Μοναχός) ο Κρητικός

Μιχαήλ ο Αστραπάς και Ευτύχιος

Εμμανουήλ Τζάνες, ιερεύς

Θεοφάνης ο Έλληνας

Όσιος Ανδρέας Ρουμπλιώφ

Φράγκος Κατελάνος 

Ανδρέας Ρίτζος

Μιχαήλ Δαμασκηνός ο Κρης

Άγγελος Ακοτάντος

Διονύσιος ιερομόναχος εκ Φουρνά

Φώτης Κόντογλου

Άγιος Λάζαρος ο Ομολογητής

Άγιος Μεθόδιος ο Μοναχός

Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπο

Ευλάλιος

Ηρακλείδης ο Βυζαντινός

Στέφανος Μοναχός

Έλληνες ζωγράφοι της Κων/πολης

Όσιος Αλύπιος ο εικονογράφος

Παύλος ο αγιογράφος

Γεώργιος Καλλιέργης

Νικόλαος Ιωάννου και Καστρίσιος

Αντώνιος ο Κρης

Ευφρόσυνος Ιερεύς

Γεώργιος Ιερεύς

Δανιήλ Μοναχός

Όσιος Ποιμήν ο Ζωγραφίτης

Εμμανουήλ Λαμπάρδος

Όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης

Ιερεμίας Παλλάδας

Κων/νος Κονταρίνης

Γεώργιος Μάρκου

Δημήτριος Ζούκης

Οσιομάρτης Ιωσήφ

Ιωάννης Αναγνώστης

Αθανάσιος Παγώνης Βραχιώτης

Όσιος Σάββας ο εν Καλύμνω

                                                                                                                                  


ΣΥΝΕΡΓΑ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

1)Πινέλα

2)Χρώματα

3)Κοντάρι 

4)Μολύβια

5)Σβήστρα- ξύστρα

6)Στυλοί- μαρκαδόροι

7)Χαρτιά  

8)Χάρακες

9)Διαβήτης

10)Ψαλίδι- κοπίδι

11)Δοχεία για νερο   

12)Χρυσος   

13)Βερνικι

14)Νέφτι

15)Μιξιον (νερου, 3ωρη. 12Ωρη)

16)Γομαλακα

17)Αστάρι 

18)Πρώτη υλη

19)Ατλακόλ

20)Αλφάδι

21)Χαρτοταινιες

22)Συσκευές λεϊζερ

23)Ναϊλον- χαρτονι

24)Στόκος

25)Σπάτουλες

26)Γυαλόχαρτα (220,180,150)

27)Μπαλαντέζα

28)Προβολάκια

29)Οινόπνευμα

30)Πατόφτυαρα

31)Φωτογραφική μηχανή

32)Τετράδιο για μέτρα και παρατηρήσεις

33)Ηλεκτρονικος υπολογιστής

34)Προτζέκτορας

35)Χαρτί κουζίνας

36)Ψεκαστήρι ή μπουκάλι νερό

37)Ρούχα-παπούτσια δουλειάς

38)Μετροταινια

39)Αρχείο φωτογραφιών

40)Κάσια

41)Ποτηράκια και αυγοθήκες

42)Βιβλία

43)Kαβαλέτο

44)Καρμπόν


Ιστορία βυζαντινής εικονογραφίας



Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας είναι η Τέχνη που διαμορφώθηκε είς το Βυζάντιο, με την μορφή της ψηφιδογραφίας, της τοιχογραφίας, της μικρογραφίας και των φορητών εικόνων. Η Τέχνη αυτή από την εξελληνισμένη Ανατολή, συνεχίσθηκε και διαμορφώθηκε στους Ελληνορωμαικούς χρόνους. Οι δύο κύριοι δημιουρφοί της Τέχνης αυτής ήταν η ανατολική και η Ελληνική Τέχνη και τελικά η Κωνσταντινούπολη, η οποία και έγινε το κέντρο του Βυζαντινού Κράτους.


Η εικονογραφία εμφανίζεται σαν Τέχνη όχι για τον εαυτό της αλλά για την Εκκλησία. Αρα, η αγιογραφία υπηρετεί τις ανάγκες και τους βαθύτερους σκοπούς της Εκκλησίας. Οι σκοποί αυτοί δεν ήταν υλικοί αλλά πνευματικοί, τους οποίους έπρεπε με κάποιο τρόπο να τους διακηρύξει. Ο μεγάλος στόχος της Εκκλησίας ήταν να κατοχυρώσει τα «πιστεύω» της, τα δόγματά της. Προς τον σκοπό αυτό θα αναπτύξει την πιο υψηλή θεολογία, η οποία θα εκτεθεί και θα ερμηνευτεί από τον άμβωνα των ναών.


Για τους λόγους αυτούς, ζήτησε την συνδρομή της ζωγραφικής… Και σε όλα αυτά μόνο η ορθόδοξη αγιογραφία ανταποκρίθηκε πλήρως. Με αυτό τον τρόπο συνυφάνθη το περιεχόμενο της αγιογραφίας με την ζωή, την εξέλιξη και την όλη παράδοση της Εκκλησίας, ούτως ώστε θα είναι οπωσδήποτε ελλιπής η γνώση αυτής, χωρίς την γνώση και κατανόηση της Αγιογραφίας.


Η πίστη της Εκκλησίας στην ύπαρξη κάποιου άλλου πνευματικού κόσμου, κάποιας άλλης πραγματικότητας, προσδιόρισε από την αρχή τον ουσιαστικό χαρακτήρα του περιεχομένου της αγιογραφίας της…. Η ωραιότητα του κόσμου εκείνου την ενδιαφέρει και με τα μέσα που διαθέτει, επιζητεί του κόσμου εκείνου να γίνει ο διερμηνέας. Αλλά επειδή αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει, δεν παρίσταται, αλλά εκφράζεται, ένεκα τούτου και η ζωγραφική δεν παριστά τα θέματά της, αλλά απλώς τα εκφράζει.


Η Ορθόδοξη Βυζαντινή αγιογραφία δεν είναι τέχνη απλά θρησκευτική, όπως συμβαίνει στην Δυτική τέχνη, αλλά καθαρά θεολογική. Τα θέματά της δεν είναι απλή «ιστορία», αλλά αποτελούν υψηλή θεολογία υης Ορθόδοξου Εκκλησίας.


Την γραμμή αυτή ακολουθεί και ο ορθόδοξος αγιογράφος.


Η αγιογραφία δεν είναι προσωπική, δεν εκφράζει δηλαδή την προσωπική αντίληψη του καλλιτέχνη, αλλά την συνείδηση της Θείας Αποκάλυψης και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, αποβλέπουσα να εκφράσει το πιστεύω της «μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»


Κατα συνέπεια μιλάμε για την «προσωπικότητα» ή το «προσωπικό ύφος» του βυζαντινού αγιογράφου όχι με την συνήθη έννοια (δηλ της της ιδίας, πρωτότυπης μορφολογικής ερμηνείας ενός αγιογραφικού έργου), αλλά με την έννοια της δύναμης αυτού του αγιογράφου να εκφράσει με τα καλλιτεχνικά του μέσα τα πνευματικά ιδεώδη της πίστεως.


Ετσι λοιπόν ο αγιογράφος πρέπει, πέρα από τις όποιες αγιογραφικές γνώσεις διαθέτει, να μπορεί να ιστορεί θεολογικά μέσα από τις εικόνες του δημιουργώντας την συνέχεια της παράδοσης, που θέλει την Βυζαντινή Αγιογραφία να διακονεί στο πέρασμα των αιώνων την Ορθόδοξη Πίστη & Λατρεία μας προς δόξαν Θεού.

Η γλώσσα των αγίων εικόνων




 


 


« …σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει.. εν τω ονόματι μου (….) γλώσσαις λαλήλουσι καιναίς… » (Μαρκ. 16. 16-17).


Ανάμεσα στα σημεία, γράφει ο Ιάκωβος Μάϊνας, τα οποία θα παρακολουθήσουν τους πιστούς και θα τους φανερώσουν «τα μεγαλεία του Θεού» είναι και οι καινές γλώσσες, που όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος, «έτεραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ., 2.4). Μία καινή γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, ανάμεσα σε πολλές που μπορεί να αναφέρει κανείς, είναι και αυτή των αγιογραφιών. Ίσως για να είμαστε πιο ακριβείς στη χρήση του λόγου, η εικόνα δεν είναι απλώς μια γλώσσα, ένα μέσον έκφρασης και επικοινωνίας αλλά η αλήθεια της πίστης μας και μέσον σπουδής της Ορθόδοξης παράδοσης.


Εάν πράγματι ο Χριστός είναι η εικόνα του Θεού (ΙΙ, Κορ., 2.4) και ο άνθρωπος πλάσθηκε «κατ’ εικόνα» Του, μόνον εάν ο άνθρωπος καταφέρει να γίνει «εικόνα του Χριστού» μπορεί να επανεύρει τη «φύση» του και το «αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι» (Εις Κεκοιμημένους, Μικρόν Ευχολόγιον). Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δούμε την αγιογραφία ως κάτι παραπάνω από μία απλή «γλώσσα». Είναι «κανόνας πίστεως» που μπορεί να ξεπεράσει τα εμπόδια και τα είδωλα της σκέψης, τη φιλοσοφία των ανθρώπων για το θάνατο του Θεού μέσα από την πραότητα, το ιλαρόν φως και τη ζωντάνια της παρουσίας του Θεού.


Η αγιογραφία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία πρακτική μέθοδος προς την προσέγγιση της πίστης «και βίβλος αγραμμάτων». Δεν αποτελεί έργο ζωγραφικής, έργο καλών τεχνών – στην εικόνα δεν χρησιμοποιούμε ποτέ μοντέλο – αλλά μας επιτρέπει να δούμε με τα σαρκικά μάτια το κάλλος της ζωής! Οι εικόνες απαντούν στο ερώτημα «το άρρητον φως των αρετών σου Χριστέ, τις διηγείσεται;». Αυτή η ιστορικοποίηση της εικόνας μας επιτρέπει να δούμε την άλλη πραγματικότητα και όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός «η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφόμενου την υπόστασιν». Και αλλού «ου προσκυνώ την υλήν, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν».


Ο άξονας της ανθρώπινης προσπάθειας δεν μπορεί να είναι η ερμηνεία των μυστηρίων αλλά το πέρασμα στην καινή ζωή. Όχι τρόπος να μετατρέψει ο άνθρωπος το αόρατο αλλά πως «απαθείς τη ουρανίω οπτασία μείνομεν». Δηλαδή πως θα ανοίξουμε τα μάτια μας προς το αληθινό φως της Πεντηκοστής: «Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη και το φως σου Κύριε, εσημειώθη εφ’ημάς, εν επιγνώσει υμνούντας σε. Ήλθες εφάνης το φως το απρόσιτον»


Η ορθόδοξη εκκλησία μας με τον τρόπο αυτόν μένει πιστή στο δόγμα της ότι «Εκείνος επτώχευσεν, ίνα ημείς τη Εκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν». Παράδοξο θα πει κανείς, αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται ολόκληρο το μυστήριο της αγιογραφίας, ως γλώσσα καινή η οποία αποκαλύπτει τη δόξα του Θεού.


Τελικά, η αγιογραφία δεν μπορεί να είναι μία απλή αισθητική ζωγραφική, είναι τέχνη βυζαντινή. Η πηγή των βυζαντινών εικόνων δεν ταυτίζεται με τη λατρεία των ειδώλων. Η Β’ Σύνοδος της Νίκαιας μας λέγει ότι «η Τέχνη μόνο ανήκει στον τεχνίτη και η αναφορά της ιερής ζωγραφικής ανήκει μόνο στους Πατέρες». Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης μάλιστα αναφέρει ότι «επικοδομηθέντες επι τω θεμέλιω των αποστόλων και των προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, οι κατοικητήριον Πνεύματος εσμέν. Εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε…». Η εικόνα εκφράζει την ίδια την παράδοση είτε μέσα από ένα πρόσωπο είτε μέσα από ένα βιβλικό επεισόδιο ή τον βίο των αγίων.


Με άλλα λόγια όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλα παρά αυτό που τόσο όμορφα εκφράζει ο L. Ouspensky για την εντελέχεια της εικόνας: «η γη, ο φυσικός και ζωικός κόσμος παρουσιάζονται στην εικόνα όχι για να μας δείξουν αυτό που βλέπουμε με τα σαρκικά μάτια γύρω μας δηλαδή την πεπτωκυΐα φύση, αλλά για να μας δείξει τη συμμετοχή αυτού του κόσμου στη θέωση».


(Συνεχίζεται)


Δρ. Κωνσταντίνος Ζορμπάς


Πηγή: Ο Πανσέληνος, περιοδική έκδοση για την τέχνη την ιστορία και τον πολιτισμό,

Τεύχος 4-5, Σεπτέμβριος – Απρίλιος 1999 / Κατερίνη

Τι συμβολίζει το Φωτοστέφανο στις Αγιογραφίες;

 

Το φως στην διδασκαλία της  μας κατέχει πρωτεύουσα θέση.

Όχι βέβαια το φως το αισθητό, το κτιστό με όλα του τα γνωρίσματα τα φθαρτά και πεπερασμένα, αλλά το άκτιστό, και αΐδιο το Φώς το εκ Φωτός, όπως ομολογούμε στο σύμβολο της πίστεως.


Όλες οι εκκλησιαστικές τέχνες τονίζουν αυτή την αποκαλυπτική αλήθεια, ότι ο Θεός είναι φώς,
 και ως φως γνωρίζει τον εαυτό του στους θεουμένους.Ο  δηλαδή, που γνωρίζει τον εαυτό Του στους πιστούς ως φώς. Σ’ εκείνους που δια της βιοτής τους αξιώθηκαν αυτής της θεοποιού θεωρίας του ακτίστου Φωτός.

Αυτό το φως στην ζωγραφική των εικόνων εκφράζεται ως φωτεινό στεφάνι γύρω από τις ιερές κεφαλές των εικονιζομένων προσώπων. Δηλώνει ότι ο άνθρωπος αυτός μετείχε από αυτή την ζωή της καθαρτικής, φωτιστικής, και θεοποιού ενεργείας του Τριαδικού Θεού.

Ο φωτοστέφανος, έχει καταγωγή ειδωλολατρική, και κληροδοτήθηκε αργότερα στην χριστιανική τέχνη. Τον συναντάμε στην Αίγυπτο, ως σύμβολο του ηλίου, κατόπιν και στον Βουδισμό, και από εκεί στην Ρώμη. Για παράδειγμα, φωτοστέφανος περιβάλλει την κεφαλή του αυτοκράτορος Τραϊανού στην αψίδα του Μ. Κωνσταντίνου.

Αλλά και αργότερα, κυρίως από τον ιβ’ αιώνα σε πολλά αραβικά χειρόγραφα. Ενώ σε πολλές εικόνες της δύσης ο φωτοστέφανος είναι απαραίτητος να δηλώσει την αγιότητα του εικονιζομένου προσώπου λόγω της κοσμικότητας που τα διακρίνει, στην ορθόδοξη ζωγραφική των εικόνων μπορούμε και από την όλη στάση του εικονιζομένου να καταλάβουμε την ιερότητά τους. Παρατηρούμε μάλιστα ότι σε πολλές εικόνες των παλαιοτέρων χριστιανικών παραστάσεων, όπως π.χ. στις τοιχογραφίες των κατακομβών, σε εικόνες του Χριστού και της Παναγίας ο φωτοστέφανος απουσιάζει εντελώς, καθώς επίσης και σε σαρκοφάγους του ιδ’ αιώνος και σε ορισμένα ψηφιδωτά, όπως π.χ. στα ψηφιδωτά του τρούλου του αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.

Όταν οι χριστιανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον φωτοστέφανο τον έβαζαν, όπως φαίνεται, όχι μόνο ως διακριτικό των ιερών μορφών, αλλά και των σημαινόντων προσώπων, όπως π.χ. στην Santa Maria Maggiore, φωτοστέφανο έχει και ο Ηρώδης, και όπως στον άγιο Βιτάλιο, οι Ιουστινιανός και Θεοδώρα. Γενικότερα στο Βυζάντιο, φωτοστέφανο έχουν τα μέλη της βασιλικής αυλής.

Για την ορθόδοξη εικονογραφία ο φωτοστέφανος καθιερώθηκε ως σύμβολο της μεθέξεως του εικονιζομένου προσώπου με τον Θεό, την πηγή του φωτός.

Ο φωτοστέφανος τοποθετείται μόνο στο κεφάλι του αγίου και όχι σε όλο του το σώμα, διότι ο εγκέφαλος είναι το πολυτιμότερο όργανο στον άνθρωπο σ’ αυτόν οδηγούν και από αυτόν πηγάζουν όλες οι αισθήσεις εκεί είναι το κέντρο της σκέψεως και της διανοίας. Τα πρόσωπα της εικόνας που διαπερνώνται από τούτο το άκτιστο φως μετέχουν μυστικά στην ζωή του Θεού, αφού κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «διά τούτο τω φωτί, προσεγγίσασα η ψυχή φως γίνεται».

Στην Δύση ο πνευματικός χαρακτήρας του συμβόλου αυτού παρανοήθηκε εντελώς. Έλαβε την μορφή ελλειψοειδούς, κυκλικού στεφανιού, που σχεδιάζεται πάνω και πέρα από το κεφάλι των αγίων. Εικονίζεται ως ακτινοβολία που πηγάζει μέσα από την μορφή του εικονιζομένου αγίου «Ψυχή η καταλαμφθείσα τελείως υπό του αρρήτου κάλλους της δόξης του φωτός του προσώπου του Χριστού, και κοινωνήσασα πνεύματι αγίω τελείως… όλη οφθαλμός, και όλη φώς, και όλη πρόσωπον», κατά τον άγιο Μακάριο τον μέγα.

Το χρώμα που χρησιμοποιείται συνήθως για τον φωτοστέφανο είναι χρυσό ή κίτρινο. Ο χρυσός κυρίως, αντιθέτως από τα άλλα χρώματα, δεν ζη από το φως διότι είναι φώς. Άλλωστε η παχύτητα της ύλης υπονοεί την απουσία φωτός, ενώ και η έντονη φωτεινότητα ελαφρώνει το βάρος και προκαλεί διαφάνεια.

Ο φωτοστέφανος μπορεί να κοσμείται με διάφορα σχήματα ή λουλούδια κ.λ.π., ενώ αυτόν του Χριστού τον συναντάμε σταυροφόρο, έχοντα μέσα του τα γράμματα Α-Ω ή αργότερα Ο-ΩΝ. Μπορούμε δε να τον συναντήσουμε και σε άλλους τύπους όπως, τετράγωνο ή τρίγωνο. Ο τετράγωνος έμπαινε συνήθως σε ιερά πρόσωπα που ήταν εν ζωή, για κάποιο ιερό έργο που επιτελούσαν. Τέτοιους φωτοστεφάνους συναντούμε στις κεφαλές των δύο κτητόρων που εικονίζονται εκατέρωθεν του αγ. Δημητρίου στον νότιο πεσσό του Ι. Βήματος του ομωνύμου ναού. Αλλά, και από τον ΙΓ’ αιώνα εμφανίζεται στην Δύση σχεδιαζόμενος, κυρίως στην παράσταση της Αγίας Τριάδος ή να περικλείη τον «Παντεπόπτην Θείον Οφθαλμόν».

Ο φωτοστέφανος, λοιπόν, είναι εκείνο το σύμβολο που από την πρώτη του εμφάνιση δήλωνε κάτι ξεχωριστό και χρησιμοποιήθηκε από τους αγιογράφους για να δηλώσει την θέωση και τον αγιασμό του εικονιζομένου προσώπου. Σ’ αυτόν τον εκφαντορικό γνόφο, (κατά τον Αρεοπαγίτη άγιο Διονύσιο) ας αποβλέπουμε όλοι μας μετέχοντας στην καθαρτική, φωτιστική, θεοποιό ενέργεια της Παναγίας Τριάδος.

Ιεροδιακόνου Σιλουανού Πεπονάκη
Από το περιοδικό: Εκκλησιαστική Παρέμβαση